Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Μην χορηγείτε, και μην επιτρέπετε την πρόσβαση σε νερό που περιέχει λινκομυκίνη, σε κουνέλια, χάμστερς, ινδικά χοιρίδια, τσιντσιλά, άλογα ή μηρυκαστικά, καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή διαταραχή του γαστρεντερικού συστήματος.
Μην το χρησιμοποιείτε σε περιπτώσεις γνωστής ανθεκτικότητας στις λινκοσαμίδες.
Μην το χρησιμοποιείτε σε περιπτώσεις ηπατικής δυσλειτουργίας.
Η πρόσληψη του φαρμακούχου νερού μπορεί να επηρεαστεί από την σοβαρότητα της ασθένειας. Σε περίπτωση ανεπαρκούς πρόσληψης νερού, οι χοίροι θα πρέπει να θεραπεύονται παρεντερικά. Η ευαισθησία του Mycoplasma hyopneumoniae σε αντιμικροβιακούς παράγοντες είναι δύσκολο να ελεγχθεί in vitro λόγω τεχνικών περιορισμών. Επιπλέον υπάρχει έλλειψη κλινικού ορίου ευαισθησίας και για τα δύο M. hyopneumoniae και C. perfringens. Όπου είναι δυνατόν, η θεραπεία θα πρέπει να βασίζεται σε τοπικές (περιοχή, επίπεδο εκτροφής) επιδημιολογικές πληροφορίες σχετικά με την απόκριση της ενζωοτικής πνευμονίας/νεκρωτικής εντερίτιδας στη θεραπεία με λινκομυκίνη.
Η χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος θα πρέπει κατά προτίμηση να βασίζεται στην ταυτοποίηση του παθογόνου παράγοντα-στόχου και της δοκιμής ευαισθησίας των βακτηρίων που απομονώνονται από το ζώο. Ωστόσο, βλ. επίσης το κείμενο στην ενότητα 4.4. Επίσημες εθνικές και τοπικές πολιτικές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν χρησιμοποιείται το προϊόν.
Χρήση του προϊόντος που παρεκκλίνει από τις οδηγίες που παρέχονται από την ΠΧΠ μπορεί να συμβάλλει στον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων που είναι ανθεκτικά στη Λινκομυκίνη και να ελαττώσει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας με άλλες λινκοσαμίδες, μακρολίδια και στρεπτογραμμίνες B, λόγω ενδεχόμενης διασταυρούμενης ανθεκτικότητας.
Η επαναλαμβανόμενη ή παρατεταμένη χρήση θα πρέπει να αποφεύγεται βελτιώνοντας τη διαχείριση της εκτροφής και των πρακτικών υγιεινής.
Αυτό το προϊόν περιέχει Λινκομυκίνη και μονοϋδρική λακτόζη, που μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές αντιδράσεις σε μερικούς ανθρώπους. Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στη Λινκομυκίνη ή σε οποιοδήποτε άλλο λινκοσαμίδιο ή σε μονοϋδρική λακτόζη θα πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν.
Θα πρέπει να δίνεται προσοχή να μη σηκώνεται και να μην εισπνέεται σκόνη.
Να αποφεύγεται η επαφή με το δέρμα και τα μάτια.
Πρέπει να χρησιμοποιείται προστατευτικός εξοπλισμός από εγκεκριμένες μάσκες σκόνης (είτε μιας χρήσης μάσκες αναπνοής μισού προσώπου σύμφωνα με το πρότυπο ΕΝ 149 ή ολοπρόσωπες μάσκες πολλαπλών χρήσεων σύμφωνα με το πρότυπο ΕΝ 140 με φίλτρο ΕΝ 143), γάντια και γυαλιά ασφαλείας, κατά τον χειρισμό ή την ανάμιξη του προϊόντος. Εάν προκύψουν αναπνευστικά συμπτώματα μετά την έκθεση, ζητήστε ιατρική συμβουλή και δείξτε αυτή την προειδοποίηση στον ιατρό.
Σε περίπτωση που κατά λάθος υπάρξει επαφή με το δέρμα, τα μάτια και τους βλεννογόνους υμένες πλύνετε αμέσως το επηρεασμένο μέρος σχολαστικά με άφθονο νερό. Εάν μετά την έκθεση εμφανισθούν συμπτώματα όπως δερματικό εξάνθημα ή επίμονος ερεθισμός των ματιών, να αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Πλύνετε τα χέρια και κάθε σημείο του δέρματος που έχει εκτεθεί στο προϊόν με σαπούνι και νερό μετά από την χρήση.
Μην τρώτε, πίνετε ή καπνίζετε ενόσω χειρίζεστε το προϊόν.
Η Λινκομυκίνη είναι γνωστό ότι είναι τοξική για τα χερσαία φυτά, τα κυανοβακτήρια και τα βακτήρια των υπόγειων υδάτων.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, οι χοίροι που έλαβαν λινκομυκίνη σε φαρμακούχο νερό μπορεί να εμφανίσουν διάρροια/μαλακά κόπρανα και/ή ήπια διόγκωση του πρωκτού εντός των πρώτων 2 ημερών μετά την έναρξη της θεραπείας. Σε σπάνιες περιπτώσεις, μερικοί χοίροι μπορεί να εμφανίσουν ερυθρότητα του δέρματος και ήπια ευερέθιστη συμπεριφορά. Αυτές οι καταστάσεις συνήθως επιλύονται αυτόματα εντός 5-8 ημερών χωρίς διακοπή της θεραπείας με λινκομυκίνη.
Σε σπάνιες περιπτώσεις συμβαίνουν αλλεργικές αντιδράσεις/αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Από εργαστηριακές μελέτες σε επίμυες δεν προέκυψαν ενδείξεις τερατογένεσης, παρόλο που έχει αναφερθεί εμβρυοτοξικότητα. Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, της γαλουχίας ή της ωοτοκίας στο είδος-στόχο. Χρησιμοποιείται μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους-κινδύνου από τον αρμόδιο κτηνίατρο.
Μπορεί να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ της λινκομυκίνης και των μακρολιδίων, όπως της ερυθρομυκίνης και άλλων βακτηριοκτόνων αντιβιοτικών και συνεπώς δεν συνιστάται η ταυτόχρονη χρήση λόγω της ανταγωνιστικής σύνδεσης κατά της 50S ριβοσωμικής υπομονάδας του βακτηριακού κυττάρου.
Η βιοδιαθεσιμότητα της Λινκομυκίνης μπορεί να ελαττωθεί με τη παρουσία αντιόξινων φαρμάκων, ενεργού άνθρακα, πηκτίνης ή καολίνης.
Η λινκομυκίνη μπορεί να ενισχύσει τα νευρομυϊκά αποτελέσματα των αναισθητικών και των μυοχαλαρωτικών.
Λόγω έλλειψης μελετών ασυμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.