Κωδικός ATCvet: QJ01FF52
Το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν είναι συνδυασμός δύο αντιβιοτικών, της λινκομυκίνης και της σπεκτινομυκίνης, με συμπληρωματικό φάσμα δράσης.
Η λινκομυκίνη είναι ένα λινκοσαμιδικό αντιβιοτικό με κυρίως βακτηριοστατική δράση, αλλά σε υψηλές συγκεντρώσεις μπορεί να έχει βακτηριοκτόνο δράση. Έχει μηχανισμό δράσης και βακτηριακό φάσμα παρόμοιο με των μακρολιδίων. Η λινκομυκίνη δρα μέσω της προσκόλλησης στην υπομονάδα 50S του βακτηριακού ριβοσώματος και αναστέλλοντας τη σύνθεση βακτηριακών πρωτεϊνών.
Η λινκομυκίνη είναι δραστική έναντι των θετικών κατά Gram βακτηρίων, ορισμένων αναερόβιων αρνητικών κατά Gram βακτηρίων και των μυκοπλασμάτων. Έχει μικρή ή καθόλου δράση έναντι των αρνητικών κατά Gram βακτηρίων όπως η Escherichia coli. Η ανθεκτικότητα στη λινκομυκίνη οφείλεται συχνότερα στη μεθυλίωση συγκεκριμένων νουκλεοτιδίων στο συστατικό 23S του ριβοσωμικού RNA της ριβοσωμικής υπομονάδας 50S, η οποία εμποδίζει τη δέσμευση του φαρμάκου στο σημείο-στόχο. Οι rRNA μεθυλάσες κωδικοποιούνται από διαφορετικά ανθεκτικά στην ερυθρομυκίνη γονίδια μεθυλάσης (erm) που μπορούν να μεταφερθούν οριζόντια.
Αυτός ο μηχανισμός τροποποίησης της θέσης-στόχου μπορεί να προσδώσει διασταυρούμενη ανθεκτικότητα σε μακρολίδες, άλλες λινκοσαμίδες και στρεπτογραμμίνες Β (δηλ. φαινότυπο MLSB).
Η σπεκτινομυκίνη είναι ένα αντιβιοτικό της ομάδας των αμινοκυκλιτολών που προέρχεται από τον μύκητα Streptomyces spectabilis, το οποίο έχει βακτηριοστατική δράση και είναι δραστικό έναντι του Mycoplasma spp. και ορισμένων Gram-αρνητικών βακτηρίων όπως η E. coli.
Η σπεκτινομυκίνη δρα μέσω της προσκόλλησης στην υπομονάδα 50S του βακτηριακού ριβοσώματος και αναστέλλοντας τη σύνθεση πρωτεϊνών.
Ο μηχανισμός μέσω του οποίου η από του στόματος χορηγούμενη σπεκτινομυκίνη δρα στα παθογόνα σε συστηματικό επίπεδο παρά την κακή απορρόφηση δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως και μπορεί να βασίζεται εν μέρει στις έμμεσες επιδράσεις στη χλωρίδα του εντέρου.
Στην E. coli η κατανομή των τιμών MIC φαίνεται να είναι δικόρυφη, με σημαντικό αριθμό στελεχών να εμφανίζουν υψηλές τιμές MIC, γεγονός που θα μπορούσε εν μέρει να αντιστοιχεί σε φυσική (εγγενή) αντοχή.
Μελέτες in vitro καθώς και δεδομένα κλινικής αποτελεσματικότητας δείχνουν ότι ο συνδυασμός λινκομυκίνης-σπεκτινομυκίνης είναι δραστικός έναντι της Lawsonia intracellularis.
Η ανθεκτικότητα στη σπεκτινομυκίνη οφείλεται συνήθως στην ενζυματική αδρανοποίηση του φαρμάκου μέσω αδενυλυλίωσης. Τα ένζυμα που μπορούν να αδενυλυλιώσουν τη σπεκτινομυκίνη και τη στρεπτομυκίνη μπορούν να προσδώσουν συνδυασμένη ανθεκτικότητα και στα δύο αντιμικροβιακά.
Σε χοίρους, η λινκομυκίνη απορροφάται ταχέως μετά την από του στόματος χορήγηση. Μία εφάπαξ από του στόματος χορήγηση υδροχλωρικής λινκομυκίνης σε επίπεδα δόσης περίπου 22, 55 και 100 mg/kg σωματικού βάρους σε χοίρους οδήγησε σε δοσοεξαρτώμενα επίπεδα λινκομυκίνης στον ορό, τα οποία ανιχνεύονται για 24-36 ώρες μετά τη χορήγηση. Τα μέγιστα επίπεδα στον ορό παρατηρήθηκαν 4 ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν μετά από εφάπαξ από του στόματος δόσεις 4,4 και 11,0 mg/kg σωματικού βάρους σε χοίρους. Τα επίπεδα ήταν ανιχνεύσιμα για 12 έως 16 ώρες, ενώ οι μέγιστες συγκεντρώσεις παρατηρήθηκαν μετά από 4 ώρες. Για τον προσδιορισμό της βιοδιαθεσιμότητας χορηγήθηκε εφάπαξ από του στόματος δόση 10 mg/kg σωματικού βάρους σε χοίρους. Διαπιστώθηκε ότι η απορρόφηση της λινκομυκίνης από του στόματος είναι 53% ± 19%.
Η επαναλαμβανόμενη χορήγηση ημερήσιων από του στόματος δόσεων 22 mg λινκομυκίνης/kg σωματικού βάρους σε χοίρους για 3 ημέρες δεν έδειξε συσσώρευση της λινκομυκίνης στο συγκεκριμένο είδος, ενώ δεν παρατηρήθηκαν ανιχνεύσιμα επίπεδα του αντιβιοτικού στον ορό 24 ώρες μετά τη χορήγηση.
Φαρμακοκινητικές μελέτες της λινκομυκίνης σε χοίρους δείχνουν ότι η λινκομυκίνη είναι βιοδιαθέσιμη όταν χορηγείται ενδοφλεβίως, ενδομυϊκά ή από του στόματος. Ο μέσος χρόνος ημίσειας ζωής της αποβολής όλων των οδών χορήγησης είναι 2,82 ώρες στους χοίρους. Σε ορνίθια που έλαβαν το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν σε πόσιμο νερό στη δόση-στόχο των 50 mg/kg σωματικού βάρους της συνολικής δραστικότητας (σε αναλογία 1:2 λινκομυκίνη:σπεκτινομυκίνη) για επτά διαδοχικές ημέρες, η Cmax μετά την πρώτη προσφορά φαρμακούχου νερού υπολογίστηκε στα 0,0631 µg/ml. Η Cmax επιτεύχθηκε 4 ώρες μετά την κατανάλωση του φαρμακούχου νερού.
Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα είδη ζώων έχουν δείξει ότι η σπεκτινομυκίνη απορροφάται σε περιορισμένο βαθμό από το έντερο (κάτω από 4-7%) μετά την από του στόματος χορήγηση. Η σπεκτινομυκίνη παρουσιάζει μικρή τάση για σύνδεση με πρωτεΐνες και χαμηλή λιποδιαλυτότητα.
Η σπεκτινομυκίνη ταξινομείται ως πολύ ανθεκτική στο περιβάλλον.