Να μη χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στο(στα) δραστικό(ά) συστατικό(ά) ή σε κάποιο(α) έκδοχο(α).
Να μη χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ηπατικής δυσλειτουργίας.
Να μην επιτρέπεται σε κουνέλια, τρωκτικά (π.χ. τσιντσιλά, χάμστερ, ινδικά χοιρίδια), άλογα ή μηρυκαστικά η πρόσβαση σε νερό ή τροφές που περιέχουν λινκομυκίνη. Η κατάποση από αυτά τα είδη μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές γαστρεντερικές επιδράσεις.
Να μη χορηγείται σε όρνιθες σε περίοδο ωοτοκίας.
Στην E. coli, ένας σημαντικός αριθμός των στελεχών παρουσιάζει υψηλές τιμές MIC (ελάχιστες ανασταλτικές συγκεντρώσεις) έναντι του συνδυασμού λινκομυκίνηςσπεκτινομυκίνης και μπορεί να είναι κλινικά ανθεκτικός, αν και δεν ορίζεται όριο ευαισθησίας.
Λόγω τεχνικών περιορισμών, η ευαισθησία της L. intracellularis είναι δύσκολο να ελεγχθεί in vitro και δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την κατάσταση αυτού του είδους ως προς το καθεστώς ανθεκτικότητας στη λινκομυκίνη-σπεκτινομυκίνη.
Έχει καταδειχθεί διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ λινκομυκίνης και διαφόρων αντιμικροβιακών, συμπεριλαμβανομένων άλλων λινκοσαμιδών, μακρολιδών και της στρεπτογραμμίνης Β. Η χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά όταν ο έλεγχος ευαισθησίας έχει δείξει ανθεκτικότητα στις λινκοσαμίδες, τις μακρολίδες ή τη στρεπτογραμίνη Β, επειδή η αποτελεσματικότητά του μπορεί να μειωθεί.
Η χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος πρέπει να βασίζεται στην ταυτοποίηση και στη δοκιμή ευαισθησίας των παθογόνων-στόχων. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, η θεραπεία θα πρέπει να βασίζεται στις επιδημιολογικές πληροφορίες και γνώσεις σχετικά με την ευαισθησία των παθογόνων-στόχων σε επίπεδο μονάδας ή σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο. Η χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις επίσημες, εθνικές και περιφερειακές αντιμικροβιακές πολιτικές.
Αυτός ο αντιμικροβιακός συνδυασμός θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όταν οι διαγνωστικές δοκιμές έχουν δείξει την ανάγκη ταυτόχρονης χορήγησης καθενός από τα δραστικά συστατικά. Ως αγωγή πρώτης γραμμής, θα πρέπει να χρησιμοποιείται ένα αντιβιοτικό με χαμηλότερο κίνδυνο επιλογής αντιμικροβιακής αντοχής [(χαμηλότερη κατηγορία AMEG (Ειδική Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για Συμβουλές επί των αντιμικροβιακών παραγόντων)], όπου η δοκιμή ευαισθησίας υποδεικνύει την πιθανή αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης.
Να μη χρησιμοποιείται για προφύλαξη.
Η χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος που παρεκκλίνει από τις οδηγίες που αναγράφονται στην ΠΧΠ μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης και επιλογής ανθεκτικών βακτηρίων, καθώς και να μειώσει την αποτελεσματικότητά της θεραπείας με άλλες μακρολίδες, λόγω της πιθανότητας διασταυρούμενης ανθεκτικότητας.
Η από του στόματος χορήγηση παρασκευασμάτων που περιέχουν λινκομυκίνη ενδείκνυται μόνο σε χοίρους και ορνίθια.
Μην επιτρέπετε την πρόσβαση στο φαρμακούχο νερό για άλλα ζώα. Η λινκομυκίνη μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές γαστρεντερικές διαταραχές σε άλλα είδη ζώων.
Η επανειλημμένη ή παρατεταμένη χρήση θα πρέπει να αποφεύγεται, με τη βελτίωση των πρακτικών διαχείρισης και απολύμανσης των μονάδων.
Τα άρρωστα ζώα έχουν μειωμένη όρεξη και διαφοροποιημένο τρόπο κατανάλωσης νερού και, ως εκ τούτου, τα ζώα που έχουν προσβληθεί σοβαρά μπορεί να χρειαστούν παρεντερική θεραπεία.
Αυτή η κόνις προορίζεται για χρήση μόνο σε πόσιμο νερό και θα πρέπει να διαλύεται πριν από τη χρήση.
Αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λινκομυκίνη, η οποία μπορεί να είναι επιβλαβής για το αγέννητο παιδί. Οι έγκυες γυναίκες θα πρέπει να χρησιμοποιούν αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν με μεγάλη προσοχή.
Αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λινκομυκίνη, σπεκτινομυκίνη και μονοϋδρική λακτόζη, τα οποία μπορούν όλα να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις σε ορισμένους ανθρώπους. Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στη λινκομυκίνη, τη σπεκτινομυκίνη ή τη μονοϋδρική λακτόζη πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν.
Το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν μπορεί να είναι επιβλαβές όταν εισπνέεται πριν αραιωθεί σε πόσιμο νερό. Πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε τυχόν σκόνη να μη σηκώνεται και να μην εισπνέεται.
Αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του δέρματος και των ματιών. Η επαφή με το δέρμα και τα μάτια πρέπει να αποφεύγεται. Να χειρίζεστε αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν με μεγάλη προσοχή, για να αποφύγετε την έκθεση του δέρματος και των οφθαλμών.
Κατά την προετοιμασία του φαρμακούχου νερού, να φοράτε γάντια, γυαλιά ασφαλείας και είτε μια αναπνευστική ημιμάσκα μίας χρήσης που συμμορφώνεται με το ευρωπαϊκό πρότυπο EN149 (FFP2 γενικά, FFP3 για έγκυες γυναίκες) είτε έναν αναπνευστήρα πολλών χρήσεων σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο EN140, με φίλτρο συμβατό με το πρότυπο EN143.
Πλένετε τα χέρια σας και τυχόν εκτεθειμένο δέρμα με σαπούνι και νερό αμέσως μετά τη χρήση.
Σε περίπτωση επαφής με τα μάτια, ξεπλύνετε την προσβεβλημένη περιοχή με μεγάλες ποσότητες καθαρού νερού.
Εάν μετά την έκθεση εμφανίσετε συμπτώματα όπως δερματικό εξάνθημα ή επίμονο ερεθισμό των ματιών, ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλή και δείξτε στον ιατρό το φύλλο οδηγιών χρήσης ή την ετικέτα του φαρμάκου.
Η χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος ενέχει κίνδυνο για τους υδρόβιους και χερσαίους οργανισμούς, το οικοσύστημα των υπόγειων υδάτων και την ανθρώπινη υγεία μέσω της κατανάλωσης υπόγειων υδάτων. Το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή με υδάτινα σώματα.
Σπάνια (1 έως 10 ζώα / 10.000 υπό θεραπεία ζώα) | Αλλεργική αντίδραση1, αντίδραση υπερευαισθησίας1 Ευερεθιστότητα, διέγερση Εξάνθημα, κνησμός |
Απροσδιόριστη συχνότητα (δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα) | Διάρροια2, μαλακά κόπρανα2, περιπρωκτική φλεγμονή2. |
1 Η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται και να εφαρμόζεται συμπτωματική θεραπεία.
2 Σε υγιείς χοίρους κατά την έναρξη της θεραπείας. Τα συμπτώματα υποχώρησαν εντός 5 έως 8 ημερών χωρίς διακοπή της θεραπείας.
Σπάνια (1 έως 10 ζώα / 10.000 υπό θεραπεία ζώα) | Αλλεργική αντίδραση1, αντίδραση υπερευαισθησίας1 |
1 Η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται και να εφαρμόζεται συμπτωματική θεραπεία.
Η αναφορά ανεπιθύμητων συμβάντων είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της ασφάλειας ενός κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος. Οι αναφορές πρέπει να αποστέλλονται, κατά προτίμηση μέσω κτηνιάτρου, είτε στον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας ή στον τοπικό αντιπρόσωπο του είτε στην εθνική αρμόδια αρχή μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς. Ανατρέξτε επίσης στην παράγραφο 16 του φύλλου οδηγιών χρήσης για τα αντίστοιχα στοιχεία επικοινωνίας.
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της κύησης, της γαλουχίας και της ωοτοκίας.
Από τις εργαστηριακές μελέτες σε σκύλους και επίμυες δεν διαπιστώθηκαν επιδράσεις στην αναπαραγωγή ή ενδείξεις εμβρυοτοξικότητας ή τερατογένεσης για τη λινκομυκίνη ή τη σπεκτινομυκίνη.
Η λινκομυκίνη απεκκρίνεται στο γάλα.
Το προϊόν να χορηγείται μόνον σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Να μη χορηγείται σε πτηνά σε περίοδο ωοτοκίας ή σε νεοσσούς αντικατάστασης που προορίζονται να παράγουν αυγά για ανθρώπινη κατανάλωση.
Ο συνδυασμός λινκοσαμιδών και μακρολιδών είναι ανταγωνιστικός, λόγω της ανταγωνιστικής δέσμευσης στα σημεία-στόχους τους. Ο συνδυασμός με αναισθητικά μπορεί να οδηγήσει σε πιθανό νευρομυϊκό αποκλεισμό.
Να μη χορηγείται με καολίνη ή πηκτίνη, καθώς επηρεάζουν την απορρόφηση της λινκομυκίνης. Εάν η συγχορήγηση είναι υποχρεωτική, αφήστε να περάσουν δύο ώρες μεταξύ των χορηγήσεων.
Λόγω έλλειψης μελετών ασυμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.