Βιβλιογραφική αναφορά: TRYMOX Ενέσιμο εναιώρημα για βοοειδή, πρόβατα, χοίρους, σκύλους και γάτες (2021)

Φαρμακοδυναμική

Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αντιβακτηριδιακά για συστημική χρήση, πενικιλίνες με εκτεταμένο φάσμα
Κωδικός ATCvet: QJ01CA04

Η αμοξυκιλλίνη είναι ένα ευρέος φάσματος αντιβιοτικό της οικογένειας των αντιβιοτικών β-λακτάμης που ανήκει στην ομάδα των αμινοπενικιλινών. Αυτή η ουσία έχει χρονοεξαρτώμενη βακτηριοκτόνο δράση και δρα κατά των Gram θετικών και ορισμένων Gram αρνητικών μικροοργανισμών.

Ο μηχανισμός αντιβακτηριακής δράσης της αμοξυκιλλίνης είναι η αναστολή των βιοχημικών διεργασιών της σύνθεσης της βακτηριακής κυτταρικής μεμβράνης διαμέσου μη αντιστρεπτής και εκλεκτικής δέσμευσης διαφόρων ενζύμων που εμπλέκονται σε αυτές τις διεργασίες και κυρίως των τρανσπεπτιδασών, των ενδοπεπτιδασών και των καρβοξυπεπτιδασών. Η ανεπαρκής σύνθεση του βακτηριακού τοιχώματος σε ευαίσθητα είδη επιφέρει οσμωτική ανισορροπία, η οποία επηρεάζει κυρίως την ανάπτυξη των βακτηρίων (όταν οι διεργασίες σύνθεσης του βακτηριακού τοιχώματος είναι ιδιαίτερα σημαντικές), οδηγώντας τελικά σε λύση του βακτηριακού κυττάρου.

Τα είδη που θεωρούνται ευαίσθητα στην αμοξυκιλλίνη περιλαμβάνουν Gram θετικά βακτήρια: Streptococcus spp, Gram αρνητικά βακτήρια: Pasteurellaceae και Enterobacteriaceae, συμπεριλαμβανομένων στελεχών E. coli.

Τα βακτήρια που είναι συνήθως ανθεκτικά στην αμοξυκιλλίνη είναι οι σταφυλόκοκκοι που παράγουν πενικιλινάση, ορισμένα Εντεροβακτηριοειδή όπως Klebsiella spp., Enterobacter spp., Proteus spp. και άλλα Gram αρνητικά βακτήρια, όπως Pseudomonas aeruginosa.

Υπάρχουν τρεις κύριοι μηχανισμοί ανθεκτικότητας στις β-λακτάμες: η παραγωγή β-λακταμάσης, η τροποποιημένη έκφραση και/ή τροποποίηση των πρωτεϊνών πρόσδεσης της πενικιλίνης (ΡΒΡ) και η μειωμένη διαπερατότητα της εξωτερικής μεμβράνης. Ένας από τους πιο σημαντικούς είναι η αδρανοποίηση της πενικιλίνης από τα ένζυμα της β-λακταμάσης που παράγονται από ορισμένα βακτήρια. Αυτά τα ένζυμα είναι ικανά να διασπάσουν τον β-λακταμικό δακτύλιο των πενικιλινών, με αποτέλεσμα την αδρανοποίησή τους. Η βήτα-λακταμάση θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί σε χρωμοσωμικά ή πλασμιδικά γονίδια.

Η επίκτητη ανθεκτικότητα είναι συχνή για τα Gram αρνητικά βακτήρια όπως τα E. Coli, τα οποία παράγουν διάφορους τύπους β-λακταμασών που παραμένουν στον περιπλασμικό χώρο. Παρατηρείται διασταυρούμενη αντοχή ανάμεσα στην αμοξυκιλλίνη και άλλες πενικιλίνες, ειδικά με αμινοπενικιλίνες.

Η χρήση εκτεταμένου φάσματος φαρμάκων β-λακτάμης (π.χ. αμινοπενικιλίνες) ενδέχεται να οδηγήσει σε επιλογή πολυανθεκτικών βακτηριδιακών φαινοτύπων (π.χ. εκείνων που παράγουν εκτεταμένου φάσματος β-λακταμάσες (ESBL).

Φαρμακοκινητική

Η αμοξυκιλλίνη κατανέμεται κυρίως στο εξωκυτταρικό τμήμα. Η κατανομή της στους ιστούς διευκολύνεται από τον χαμηλό βαθμό δέσμευσής της στις πρωτεΐνες του πλάσματος. Οι συγκεντρώσεις στους πνευμονικούς, πλευρικούς και βρογχικούς ιστούς είναι παρόμοιες με τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα. Η αμοξυκιλλίνη διαχέεται στο πλευριτικό και το αρθρικό υγρό και στον λεμφατικό ιστό. Μικρό ποσοστό αμοξυκιλλίνης (γύρω στο 20%) βιομετασχηματίζεται στο ήπαρ μέσω υδρόλυσης του δακτυλίου β-λακτάμης, οδηγώντας στην απελευθέρωση ανενεργού πενικιλανικού οξέος. Η αμοξυκιλλίνη απεκκρίνεται κυρίως σε ενεργή μορφή μέσω των νεφρών και δευτερευόντως μέσω των χοληφόρων οδών και του γάλακτος.