Κωδικός ATCvet: QJ01FA90
Τα μακρολίδια είναι αντιβιοτικά βακτηριοστατικής δράσης και αναστέλλουν τη βιοσύνθεση βασικών πρωτεϊνών λόγω της εκλεκτικής δέσμευσής τους στο βακτηριακό ριβοσωμικό RNA. Δρουν διεγείροντας τη διάσταση του πεπτιδυλ-tRNA από το ριβόσωμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μετατόπισης.
Η τυλοσίνη είναι δραστική έναντι:
Βακτήρια Gram (+):
Trueperella pyogenes
Βακτήρια Gram (-):
Fusobacterium necrophorum
Pasteurella multocida
Μυκόπλασμα:
Mycoplasma hyopneumoniae
Mycoplasma hyosynoviae
Ανθεκτικότητα στα μακρολίδια μπορεί να αναπτυχθεί με μεταλλάξεις σε γονίδια που κωδικοποιούν το ριβοσωμικό RNA (rRNA) ή ορισμένες ριβοσωμικές πρωτεΐνες, με ενζυμική τροποποίηση (μεθυλίωση) της θέσης στόχου 23S rRNA, που γενικά προκαλεί διασταυρούμενη ανθεκτικότητα με λινκοσαμίδες και στρεπτογραμμίνες της ομάδας Β (ανθεκτικότητα MLSB), με ενζυματική αδρανοποίηση ή με εκροή μακρολιδίων. Η ανθεκτικότητα MLSB μπορεί να είναι δομική ή επαγόμενη. Η ανθεκτικότητα μπορεί να είναι χρωμοσωμική ή κωδικοποιημένη από πλασμίδιο και μπορεί να είναι μεταβιβάσιμη εάν σχετίζεται με τρανσποζόνια, πλασμίδια, ενσωματωτικά και συζευκτικά στοιχεία. Επιπλέον, η γονιδιωματική πλαστικότητα του Mycoplasma ενισχύεται από την οριζόντια μεταφορά μεγάλων χρωμοσωμικών θραυσμάτων.
Μετά την ενδομυϊκή ένεση, η συγκέντρωση τυλοσίνης στο αίμα φτάνει στο μέγιστο 3-4 ώρες μετά την ένεση. Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι 40% σε χοίρους και βοοειδή. Τα επίπεδα στο πλάσμα είναι χαμηλά σε σύγκριση με τα επίπεδα στους ιστούς. Μεταβολίζεται στο ήπαρ.
Αποβάλλεται αμετάβλητη μέσω της χολής και των ούρων.
Η τυλοσίνη είναι ανθεκτική σε ορισμένα εδάφη.