Κωδικός ATCvet: QJ01EW10
Η τριμεθοπρίμη και η σουλφαδιαζίνη έχουν ένα ευρύ φάσμα δραστικότητας έναντι θετικών κατά gram και αρνητικών κατά gram βακτηρίων συμπεριλαμβανομένων των Streptococcus suis, Pasteurella multocida, Actinobacillus pleuropneumoniae, Mannheimia haemolytica και E. coli in vitro. Οι σουλφοναμίδες εμποδίζουν τη μετατροπή του παρα-αμινοβενζοϊκού οξέος σε διυδροφολικό οξύ. Η επίδρασή τους είναι βακτηριοστατική.
Η τριμεθοπρίμη αναστέλλει την αναγωγάση διυδροφολικού οξέος, η οποία μετατρέπει το διυδροφολικό σε τετραϋδροφολικό οξύ.
Η επίδραση της τριμεθοπρίμης σε συνδυασμό με τις σουλφοναμίδες είναι βακτηριοκτόνος. Οι σουλφοναμίδες και η τριμεθοπρίμη προκαλούν έτσι ένα διαδοχικό αποκλεισμό δύο ενζύμων που παίζουν σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό των βακτηρίων. Η επίδρασή τους είναι συνεργιστική και εξαρτάται από τον χρόνο.
Η βακτηριακή αντοχή στην τριμεθοπρίμη και στις σουλφοναμίδες μπορεί να μεσολαβηθεί μέσω 5 κύριων μηχανισμών: (1) αλλαγές στο φράγμα διαπερατότητας και/ή στις αντλίες εκροής, (2) φυσικά μη ευαίσθητα ένζυμα στόχοι, (3) αλλαγές στα ένζυμα στόχος, (4) μεταλλαγμένες ή ανασυνδυαστικές αλλαγές στα ένζυμα στόχος, και (5) επίκτητη ανθεκτικότητα από ανθεκτικά στα φάρμακα ένζυμα στόχοι.
Παρακάτω παρουσιάζεται μια περίληψη των διαθέσιμων δεδομένων ευαισθησίας του E. coli από το Vetpath IV (έτη 2015 και 2016) και από την έκθεση του προγράμματος Resapath 2019.
Τα δεδομένα ευαισθησίας που παρουσιάστηκαν έδειξαν υψηλά επίπεδα ανθεκτικότητας μεταξύ E. coli που απομονώθηκαν από χοίρους (39% ταξινομήθηκαν ως ευαίσθητα στα δεδομένα VetPath IV – n = 333 - και 51% στα δεδομένα Resapath – n = 1834)
Για τα βοοειδή (προ-μηρυκαστικοί μόσχοι), τα δεδομένα VetPath IV (n = 230) έδειξαν ευαισθησία 70%, ενώ στο πρόγραμμα Resapath για βοοειδή (προ-μηρυκαστικοί μόσχοι) (n = 4148) και πρόβατα (προ-μηρυκαστικοί αμνοί) (n = 334), το ποσοστό ευαισθησίας ήταν 60% και 61%, αντίστοιχα.
Για όρνιθες και ινδόρνιθες, τα δεδομένα που ελήφθησαν από το πρόγραμμα VetPath IV (n = 65) έδειξαν ευαισθησία του Ε. Coli 83%.
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της σουλφαδιαζίνης και της τριμεθοπρίμης εξαρτώνται από τα είδη-στόχος. Με συνεχή χορήγηση στο πόσιμο νερό, οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης επιτυγχάνονται σε περίπου 2 ημέρες.
Συνολικά, η σουλφαδιαζίνη έχει σχεδόν πλήρη και ταχεία απορρόφηση από το στόμα με πολύ επίμονα ποσοστά πλάσματος και από του στόματος βιοδιαθεσιμότητα που κυμαίνεται μεταξύ 80 και 90%. Η δέσμευσή του με τις πρωτεΐνες του πλάσματος κυμαίνεται μεταξύ 28 και 80%, ανάλογα με το είδος [28% χοίροι, 49% βοοειδή (προ-μηρυκαστικοί μόσχοι), 80% όρνιθες]. Παρουσιάζει μια ευρεία κατανομή στους περισσότερους ιστούς και όργανα σε όλα τα είδη. Η σουλφαδιαζίνη μεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται κυρίως στα ούρα.
Η τριμεθοπρίμη απορροφάται ταχέως και καλά μετά την από του στόματος χορήγηση με βιοδιαθεσιμότητα από του στόματος που κυμαίνεται από 80 έως 90%. Περίπου το 30% έως 60% της τριμεθοπρίμης δεσμεύεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, σε ποσοστά που ποικίλλουν ανάλογα με το είδος [49% χοίροι, 57% βοοειδή (προ-μηρυκαστικοί μόσχοι), 77% όρνιθες] και παρουσιάζει ευρεία κατανομή στους περισσότερους ιστούς και όργανα σε όλα τα είδη. Οι συγκεντρώσεις στους ιστούς, ειδικά στους πνεύμονες, το ήπαρ και τους νεφρούς είναι συχνά υψηλότερες από τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις στο πλάσμα. Η τριμεθοπρίμη πιθανώς μεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται κυρίως στα ούρα. Το ποσοστό απέκκρισης της τριμεθοπρίμης είναι γενικά ταχύτερο από αυτό της σουλφαδιαζίνης σε όλα τα είδη.
Η τριμεθοπρίμη είναι ανθεκτική στα εδάφη.