Μην το χρησιμοποιείτε σε σκύλους που παρουσιάζουν γαστρεντερικά έλκη ή με ηπατική νόσο.
Μην το χρησιμοποιείτε ταυτόχρονα με κορτικοστεροειδή ή άλλα μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ).
Μην το χρησιμοποιείτε σε περίπτωση υπερευαισθησίας στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα.
Μην το χρησιμοποιείτε σε εγκυμονούντα και θηλάζοντα ζώα (βλέπε κεφάλαιο 3.7).
Σε κλινικές μελέτες σε σκύλους με οστεοαρθρίτιδα, παρατηρήθηκε ανεπαρκής ανταπόκριση στη θεραπεία στο 10-15% των σκύλων.
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει τεκμηριωθεί σε σκύλους που ζυγίζουν λιγότερο από 2,5 kg ή είναι ηλικίας μικρότερης των 3 μηνών.
Για μακρόχρονη θεραπεία, τα ηπατικά ένζυμα πρέπει να ελέγχονται κατά την έναρξη της θεραπείας, π.χ. μετά από 2, 4 και 8 εβδομάδες. Κατόπιν αυτού συνιστάται να συνεχιστεί ο συνήθης έλεγχος π.χ. κάθε 3–6 μήνες. Η θεραπεία πρέπει να διακοπεί αν αυξηθεί σημαντικά η δράση των ηπατικών ενζύμων ή όταν ο σκύλος εμφανίσει κλινικά σημεία όπως ανορεξία, απάθεια ή έμετο σε συνδυασμό με τα αυξημένα ηπατικά ένζυμα.
Η χρήση σε σκύλους με βεβαρυμμένη καρδιακή ή νεφρική λειτουργία ή σε αφυδατωμένους, με μειωμένο όγκο αίματος ή υποτασικούς σκύλους μπορεί να αποτελεί επιπλέον κινδύνους. Αν δεν μπορεί να αποφευχθεί η χρήση, αυτοί οι σκύλοι απαιτούν προσεκτικό έλεγχο.
Χρησιμοποιείστε αυτό το προϊόν κάτω από αυστηρό κτηνιατρικό έλεγχο σε σκύλους με κίνδυνο για γαστρεντερικά έλκη, ή εφόσον ο σκύλος έχει προηγούμενα παρουσιάσει μη ανοχή σε άλλα ΜΣΑΦ.
Πλύνετε τα χέρια μετά από τη χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος.
Σε περίπτωση τυχαίας κατάποσης, ζητείστε ιατρική συμβουλή αμέσως και δείξτε το φυλλάδιο οδηγιών χρήσης ή την ετικέτα στο γιατρό. Σε μικρά παιδιά η τυχαία κατάποση αυξάνει τον κίνδυνο για ανεπιθύμητες ενέργειες από ΜΣΑΦ.
Για εγκυμονούσες γυναίκες και ιδιαιτέρως όσες είναι σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, η παρατεταμένη έκθεση του δέρματος αυξάνει τον κίνδυνο για πρώιμο κλείσιμο του αορτικού πόρου στο έμβρυο.
Δεν ισχύει.
Σκύλοι:
Πολύ συχνά (>1 ζώο/10 υπό θεραπεία ζώα) | Διαταραχές του γαστρεντερικού σωλήνα1, Διάρροια, Έμετος |
Συχνά (1 έως 10 ζώα/100 υπό θεραπεία ζώα) | Αυξημένα ηπατικά ένζυμα2 Μειωμένη όρεξη |
Όχι συχνά (1 έως 10 ζώα/1.000 υπό θεραπεία ζώα) | Αίμα στα κόπρανα |
Πολύ σπάνια (<1 ζώο/10.000 υπό θεραπεία ζώα, συμπεριλαμβανομένων των μεμονωμένων αναφορών) | Λήθαργος |
1 Οι περισσότερες περιπτώσεις ήταν ήπιες και υποχώρησαν χωρίς θεραπεία.
2 Σε σκύλους που πήραν θεραπεία για μέχρι 2 εβδομάδες, δεν παρατηρήθηκαν αυξήσεις στη δράση του ηπατικού ενζύμου. Σε μακρόχρονη θεραπεία όμως οι αυξήσεις στη δράση του ηπατικού ενζύμου ήταν συχνές. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπήρχαν κλινικά σημεία και η δράση του ηπατικού ενζύμου είτε σταθεροποιήθηκε είτε μειώθηκε με τη συνεχιζόμενη θεραπεία. Αυξήσεις στη δράση του ηπατικού ενζύμου που συσχετίστηκαν με κλινικά σημεία ανορεξίας, απάθειας ή έμετου ήταν σπάνια.
Η αναφορά ανεπιθύμητων συμβάντων είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της ασφάλειας ενός κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος. Οι αναφορές πρέπει να αποστέλλονται, κατά προτίμηση μέσω κτηνιάτρου, είτε στον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας είτε στην εθνική αρμόδια αρχή μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς. Ανατρέξτε στο φύλλο οδηγιών χρήσης για τα αντίστοιχα στοιχεία επικοινωνίας.
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας.
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί σε σκύλους που προορίζονται για αναπαραγωγή.
Αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να χορηγείται σε συνδυασμό με άλλα ΜΣΑΦ ή γλυκοκορτικοειδή. Προκαταρτική θεραπεία με άλλα αντιφλεγμονώδη φάρμακα μπορεί να οδηγήσει σε επιπλέον ή αυξημένες ανεπιθύμητες ενέργειες και μία περίοδος χωρίς θεραπεία με τέτοιες ουσίες πρέπει να εφαρμόζεται για τουλάχιστον 24 ώρες πριν την έναρξη θεραπείας με αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν. Κατά την περίοδο χωρίς θεραπεία, όμως πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες των προϊόντων που είχαν χρησιμοποιηθεί προηγουμένως.
Ταυτόχρονη θεραπεία με φάρμακα που έχουν δράση στη νεφρική λειτουργία, π.χ. διουρητικά ή αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (ΜΕΑ) πρέπει να τίθεται σε κλινική παρακολούθηση. Σε υγιείς σκύλους που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με ή χωρίς το διουρητικό φουροσεμίδη, η ταυτόχρονη χορήγηση αυτού του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος με τον αναστολέα ΜΕΑ βεναζεπρίλη για 7 ημέρες δεν συσχετίστηκε με αρνητικές επιδράσεις στις συγκεντρώσεις αλδοστερόνης στα ούρα, στη δράση της ρενίνης στο πλάσμα ή στο ρυθμό σπειραματικής διήθησης. Δεν υπάρχουν δεδομένα ασφάλειας για το συγκεκριμένο είδος ούτε δεδομένα αποτελεσματικότητας γενικά για τη συνδυασμένη θεραπεία με ροβενακοξίβη και βεναζεπρίλη.
Ταυτόχρονη χορήγηση δυνητικά νεφροτοξικών ουσιών πρέπει να αποφεύγεται καθώς μπορεί να υπάρξει αυξημένος κίνδυνος για νεφροτοξικότητα.
Ταυτόχρονη χρήση άλλων δραστικών ουσιών με υψηλό βαθμό σύνδεσης με τις πρωτεϊνες του πλάσματος του αίματος μπορεί να ανταγωνίζονται το δεσμό με τη ροβενακοξίβη και έτσι να οδηγούν σε τοξικές επιδράσεις.
Δεν ισχύει.