Να μη χρησιμοποιείται σε ζώα που πάσχουν από πρωτογενή ηπατική νόσο και/ή νεφρική ανεπάρκεια.
Να μη χρησιμοποιείται σε σκύλους με σωματικό βάρος μικρότερο των 3 kg.
Να μην χρησιμοποιείται σε γνωστές περιπτώσεις υπερευαισθησίας στo δραστικό συστατικό ή σε κάποια από τα έκδοχα.
Η σωστή διάγνωση του υπερφλοιοεπινεφριδισμού είναι απαραίτητη.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει εμφανής ανταπόκριση στη θεραπεία, θα πρέπει να επανεκτιμάται η αρχική διάγνωση. Ενδέχεται να απαιτηθούν προσαυξήσεις της δόσης.
Οι κτηνίατροι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι σκύλοι με υπερφλοιοεπινεφριδισμό διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο παγκρεατίτιδας. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να μην μειωθεί μετά από επακόλουθη θεραπεία με τριλοστάνη.
Καθότι η πλειοψηφία περιστατικών υπερφλοιοεπινεφριδισμού σημειώνονται σε ζώα ηλικίας μεταξύ 10-15 ετών, συχνά συνυπάρχουν και άλλες παθολογικές καταστάσεις. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ελέγχονται τα περιστατικά για πρωτογενή ηπατοπάθεια και νεφρική ανεπάρκεια, αφού το προϊόν αντενδείκνυται σ' αυτές τις περιπτώσεις.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να διεξάγεται στενή παρακολούθηση. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στα ηπατικά ένζυμα, τους ηλεκτρολύτες, την ουρία και την κρεατινίνη.
Η συνύπαρξη του σακχαρώδους διαβήτη και του υπερφλοιοεπινεφριδισμού απαιτεί ιδιαίτερη παρακολούθηση.
Αν σε ένα σκύλο έχει χορηγηθεί μιτοτάνη, η λειτουργικότητα των επινεφριδίων του θα έχει μειωθεί. Εμπειρία στο πεδίο αυτό υποδεικνύει ότι θα πρέπει να παρέλθει ένα διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός μεταξύ της διακοπής της χορήγησης της μιτοτάνης και της χορηγήσεως της τριλοστάνης. Συνιστάται η στενή παρακολούθηση της λειτουργικότητας των επινεφριδίων, καθότι οι σκύλοι ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις επιδράσεις της τριλοστάνης.
Το προϊόν θα πρέπει να χρησιμοποιείται με εξαιρετική προσοχή σε σκύλους με προϋπάρχουσα αναιμία, καθότι μπορεί να επέλθει επιπλέον μείωση του αιματοκρίτη και της αιμοσφαιρίνης. Θα πρέπει να διεξάγεται τακτικός έλεγχος.
Η τριλοστάνη ενδέχεται να μειώσει την παραγωγή τεστοστερόνης και έχει αντι-προγεσταγόνο δράση. Οι έγκυες γυναίκες ή αυτές που σκοπεύουν να μείνουν έγκυες, θα πρέπει να αποφεύγουν να χειρίζονται τα καψάκια.
Πλύνετε τα χέρια με σαπούνι και νερό μετά από τυχαία έκθεση και μετά τη χορήγηση.
Το περιεχόμενο του καψακίου μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό και ευαισθησία στο δέρμα και τους οφθαλμούς. Μην ανοίγετε ή διαιρείτε τα καψάκια: σε περίπτωση τυχαίας διάνοιξης του καψακίου και επαφής των κοκκίων με τους οφθαλμούς ή το δέρμα, πλυθείτε άμεσα με άφθονο νερό. Σε περίπτωση που ο ερεθισμός επιμείνει, αναζητήστε ιατρική συμβουλή.
Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στην τριλοστάνη ή σε κάποιο από τα έκδοχα θα πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το προϊόν.
Σε περίπτωση τυχαίας κατάποσης, να αναζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Το σύνδρομο στέρησης των κορτικοστεροειδών ή της υποκορτιζολαιμίας, θα πρέπει να διακριθεί από τον υποφλοιοεπινεφριδισμό μέσω της εκτίμησης των ηλεκτρολυτών του πλάσματος του αίματος.
Ενδέχεται να εκδηλωθούν συμπτώματα που συνδέονται με τον ιατρογενή υποφλοιοεπινεφριδισμό, συμπεριλαμβανομένων της αδυναμίας, της ληθαργικότητας, της ανορεξίας, του εμέτου και της διάρροιας, ιδιαίτερα εφόσον η παρακολούθηση δεν είναι επαρκής (βλέπε κεφάλαιο 4.9). Τα συμπτώματα είναι γενικά αναστρέψιμα μέσα σε μια ποικίλη περίοδο μετά τη διακοπή της θεραπείας. Επιπλέον, ενδέχεται να επισυμβεί οξεία επινεφριδική κρίση (κρίση Addison-κατάρρευση) (βλέπε κεφάλαιο 4.10). Επίσης, έχουν παρατηρηθεί ληθαργικότητα, έμετος, διάρροια και ανορεξία σε ζώα στα οποία χορηγήθηκε τριλοστάνη, χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις υποφλοιοεπινεφριδισμού.
Περιστασιακά, έχουν υπάρξει μεμονωμένες αναφορές νέκρωσης των επινεφριδίων σκύλων που έλαβαν θεραπεία, η οποία μπορεί να προκαλέσει υποφλοιοεπινεφριδισμό.
Κατά τη θεραπεία με το προϊόν, μπορεί να παρατηρηθεί υποκλινική νεφρική ανεπάρκεια.
Η θεραπεία μπορεί να προκαλέσει αρθρίτιδα, λόγω της μείωσης των ενδογενών κορτικοστεροειδών.
Ένας μικρός αριθμός αιφνίδιων θανάτων, έχει αναφερθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Άλλες ήπιες, σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν αταξία, σιαλόρροια, διάταση των κοιλιακών τοιχωμάτων, μυϊκό τρόμο και δερματικές αλλοιώσεις.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Να μη χορηγείται σε έγκυα και σε κατάσταση γαλουχίας ζώα ή σε ζώα που προορίζονται για αναπαραγωγή.
Δεν έχει μελετηθεί η πιθανότητα αλληλεπιδράσεων με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα. Δεδομένου ότι ο υπερφλοιοεπινεφριδισμός επισυμβαίνει συνήθως σε ζώα προχωρημένης ηλικίας, πολλά από τα ζώα αυτά μπορεί να λαμβάνουν ταυτόχρονα και άλλη θεραπεία. Σε κλινικές μελέτες, δεν παρατηρήθηκαν αλληλεπιδράσεις.
Θα πρέπει να εξετάζεται η πιθανότητα πρόκλησης υπερκαλιαιμίας, σε περίπτωση που η τριλοστάνη χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με διουρητικά-προστατευτικά της απώλειας του καλίου ή αναστολείς της αγγειοτενσίνης (ACE). Για την ταυτόχρονη χρήση τέτοιων φαρμάκων θα πρέπει να αξιολογείται η σχέση κινδύνου/οφέλους από τον αρμόδιο κτηνίατρο, καθότι έχει αναφερθεί μικρός αριθμός θανάτων (συμπεριλαμβανομένου του αιφνίδιου θανάτου) σε σκύλους που λάμβαναν ταυτόχρονα με την τριλοστάνη και έναν αναστολέα της αγγειοτενσίνης (ACE).
Δεν ισχύει.