Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Οπιοειδή αναλγητικά, παράγωγα οριπαβίνης
Κωδικός ATCvet: QN02AE01
Συνοπτικά, η βουπρενορφίνη είναι ένα ισχυρό, μακράς διάρκειας δράσης αναλγητικό που δρα στους υποδοχείς οπιοειδών στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Η βουπρενορφίνη μπορεί να ενισχύσει τις επιδράσεις άλλων παραγόντων που δρουν κεντρικά, αλλά σε αντίθεση με τα περισσότερα οπιοειδή, η βουπρενορφίνη από μόνη της, σε κλινικές δόσεις, έχει πολύ περιορισμένο κατασταλτικό αποτέλεσμα.
Η βουπρενορφίνη ασκεί την αναλγητική της δράση μέσω σύνδεσης υψηλής συγγένειας με διάφορες υποκατηγορίες υποδοχέων οπιοειδών, κυρίως μ, στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Στα επίπεδα κλινικών δόσεων για την αναλγησία, η βουπρενορφίνη συνδέεται με τους υποδοχείς οπιοειδών με υψηλή συγγένεια και υψηλή συνάφεια υποδοχέα, έτσι ώστε η αποσύνδεση από τη θέση του υποδοχέα είναι βραδεία, όπως καταδείχθηκε στις μελέτες in vitro. Αυτή η μοναδική ιδιότητα της βουπρενορφίνης θα μπορούσε να εξηγήσει τη μεγαλύτερη διάρκεια δράσης της σε σύγκριση με τη μορφίνη. Σε συνθήκες όπου υπερβολικός αγωνιστής οπιοειδών είναι ήδη συνδεδεμένος στους υποδοχείς οπιοειδών, η βουπρενορφίνη μπορεί να ασκήσει ναρκωτική ανταγωνιστική δράση ως συνέπεια της σύνδεσης υψηλής συγγένειας με τους υποδοχείς οπιοειδών, σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει καταδειχθεί ανταγωνιστική δράση στο ισοδύναμο της μορφίνης ναλοξόνη.
Η βουπρενορφίνη έχει μικρή επίδραση στην κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα.
Η βουπρενορφίνη απορροφάται ταχέως μετά από ενδομυϊκή ένεση σε διάφορα είδη ζώων και στον άνθρωπο. Η ουσία είναι εξαιρετικά λιπόφιλη και ο όγκος κατανομής στα διαμερίσματα του σώματος είναι μεγάλος. Φαρμακολογικές επιδράσεις (π.χ. μυδρίαση) μπορεί να εμφανιστούν εντός μερικών λεπτών από τη χορήγηση και σημεία καταστολής κανονικά εμφανίζονται μετά από 15 λεπτά. Οι αναλγητικές επιδράσεις εμφανίζονται γύρω στα 30 λεπτά με τις μέγιστες επιδράσεις να παρατηρούνται συνήθως σε περίπου 1–1,5 ώρα.
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση σε σκύλους σε δόση 20 μg/kg, ο μέσος τελικός χρόνος ημίσειας ζωής ήταν 9 ώρες και η μέση κάθαρση ήταν 24 ml/kg/min. Ωστόσο, παρατηρείται σημαντική διακύμανση στις φαρμακοκινητικές παραμέτρους μεταξύ σκύλων.
Μετά από ενδομυϊκή χορήγηση σε γάτες, ο μέσος τελικός χρόνος ημίσειας ζωής ήταν 6,3 ώρες και η κάθαρση ήταν 23 ml/kg/min. Ωστόσο, παρατηρείται σημαντική διακύμανση στις φαρμακοκινητικές παραμέτρους μεταξύ γατών.
Συνδυασμένες φαρμακοκινητικές και φαρμακοδυναμικές μελέτες έχουν καταδείξει σημαντική υστέρηση μεταξύ των συγκεντρώσεων στο πλάσμα και της αναλγητικής δράσης. Οι συγκεντρώσεις της βουπρενορφίνης στο πλάσμα δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των δοσολογικών σχημάτων στα ζώα, τα οποία πρέπει να καθορίζονται παρακολουθώντας την ανταπόκριση του ασθενούς.
Η κύρια οδός απέκκρισης σε όλα τα είδη ζώων εκτός από το κουνέλι (όπου κυριαρχεί η απέκκριση μέσω των ούρων) είναι τα κόπρανα. Η βουπρενορφίνη υφίσταται N-αποαλκυλίωση και σύζευξη με γλυκουρονίδια από το εντερικό τοίχωμα και το ήπαρ και οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται μέσω της χολής στη γαστρεντερική οδό.
Σε μελέτες κατανομής στους ιστούς που πραγματοποιήθηκαν σε αρουραίους και πιθήκους ρέζους, οι υψηλότερες συγκεντρώσεις σχετιζόμενου με το φάρμακο υλικού παρατηρήθηκαν στο ήπαρ, τον πνεύμονα και τον εγκέφαλο. Τα μέγιστα επίπεδα εμφανίστηκαν γρήγορα και υποχώρησαν σε χαμηλά επίπεδα 24 ώρες μετά τη δοσολογία.
Μελέτες πρωτεϊνικής δέσμευσης σε αρουραίους κατέδειξαν ότι η βουπρενορφίνη συνδέεται σε υψηλό βαθμό με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, κυρίως με άλφα και βήτα σφαιρίνες.