Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό ή σε κάποιο από τα έκδοχα. Να μην χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ζώων με σοβαρή νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία, σε περίπτωση εγκεφαλικής κάκωσης ή οργανικών εγκεφαλικών βλαβών, καθώς και σε ζώα με αποφρακτικές παθήσεις του αναπνευστικού, καρδιακές δυσλειτουργίες ή σπαστικές παθήσεις.
Για τη συνδυαστική χρήση με α2-αγωνιστές σε άλογα:
Να μην χρησιμοποιείται σε άλογα με προϋπάρχουσα καρδιακή αρρυθμία ή βραδυκαρδία. Ο συνδυασμός θα προκαλέσει μείωση της γαστρεντερικής κινητικότητας και επομένως, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις κολικού που σχετίζεται με δυσκοιλιότητα.
Μην χρησιμοποιείτε το συνδυασμό αυτό κατά τη διάρκεια της κύησης.
Πρέπει να ακολουθούνται τα προληπτικά μέτρα που απαιτούνται για τον χειρισμό των ζώων, ενώ θα πρέπει να αποφεύγονται οι παράγοντες καταπόνησης των ζώων.
Στις γάτες, η εκάστοτε ανταπόκριση στη βουτορφανόλη μπορεί να ποικίλει. Απουσία επαρκούς αναλγητικής ανταπόκρισης, θα πρέπει να χρησιμοποιείται εναλλακτικός αναλγητικός παράγοντας.
Η αύξηση της δόσης ενδέχεται να μην αυξήσει την ένταση ή τη διάρκεια της αναλγησίας.
Δεν έχει τεκμηριωθεί η ασφάλεια του προϊόντος σε κουτάβια, γατάκια και στους πώλους. Η χρήση του προϊόντος σε αυτούς τους πληθυσμούς θα πρέπει να βασίζεται στην εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Λόγω των αντιβηχικών ιδιοτήτων της, η βουτορφανόλη μπορεί να οδηγήσει σε συσσώρευση βλέννας στο αναπνευστικό σύστημα. Γι' αυτόν το λόγο, σε ζώα με αναπνευστικές παθήσεις που σχετίζονται με αυξημένη παραγωγή βλέννας, η βουτορφανόλη θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο έπειτα από την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο. Σε περίπτωση αναπνευστικής καταστολής, η ναλοξόνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αντίδοτο.
Ενδέχεται να παρατηρηθεί ηρέμηση στα ζώα που υποβάλλονται σε θεραπεία. Ο συνδυασμός βουτορφανόλης και α2-αδρενεργικών αγωνιστών θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ζώα με καρδιαγγειακή νόσο. Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο ταυτόχρονης χρήσης αντιχολινεργικών φαρμάκων, π.χ. ατροπίνης.
Η χορήγηση της βουτορφανόλης και της ρομιφιδίνης σε μία σύριγγα θα πρέπει να αποφεύγεται λόγω αυξημένου κινδύνου βραδυκαρδίας, καρδιακού αποκλεισμού και αταξίας.
Η χρήση του προϊόντος στη συνιστώμενη δόση ενδέχεται να οδηγήσει σε παροδική αταξία ή/και διέγερση. Γι' αυτόν το λόγο, προς αποφυγή τραυματισμών ασθενών και ανθρώπων κατά τη φροντίδα αλόγων, πρέπει να γίνεται προσεκτική επιλογή του μέρους πραγματοποίησης της θεραπείας.
Οι γάτες θα πρέπει να ζυγίζονται προκειμένου να διασφαλίζεται ότι γίνεται υπολογισμός της σωστής δόσης. Πρέπει να χρησιμοποιείται κατάλληλη διαβαθμισμένη σύριγγα ώστε να επιτρέπεται η ακριβής χορήγηση του όγκου της απαιτούμενης δόσης (π.χ. σύριγγα ινσουλίνης ή διαβαθμισμένη σύριγγα του 1 ml). Αν απαιτούνται επανειλημμένες χορηγήσεις, χρησιμοποιείτε διαφορετικά σημεία ένεσης.
Η βουτορφανόλη έχει δράση παρόμοια με αυτήν των οπιοειδών. Θα πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις προς αποφυγή της ακούσιας ένεσης/αυτοένεσης με αυτό το ισχυρό φάρμακο. Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες της βουτορφανόλης στους ανθρώπους είναι η υπνηλία, η εφίδρωση, η ναυτία, η ζάλη και ο ίλιγγος και μπορεί να εμφανιστούν έπειτα από ακούσια αυτοένεση. Σε περίπτωση ακούσιας αυτοένεσης, να αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος. Μην οδηγείτε. Ένα οπιοειδές ανταγωνιστικό (π.χ. ναλοξόνη), μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αντίδοτο. Σε περίπτωση επαφής του προϊόντος με το δέρμα και τα μάτια, ξεπλύνετε αμέσως με νερό.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες γενικά σχετίζονται με τη γνωστή δράση των οπιοειδών. Σε δημοσιευμένες μελέτες με τη βουτορφανόλη, παροδική αταξία, διάρκειας 3 έως 15 λεπτών περίπου, εμφανίστηκε στο 20% των αλόγων. Ήπια ηρέμηση εμφανίστηκε περίπου στο 10% των αλόγων. Είναι πιθανή η αυξημένη κινητική δραστηριότητα (κινήσεις καλπασμού). Η κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα μπορεί να μειωθεί. Αυτή η επίδραση είναι ήπια και παροδική.
Για τη συνδυασμένη χρήση:
Οποιαδήποτε μείωση της γαστρεντερικής κινητικότητας που προκαλείται από τη βουτορφανόλη μπορεί να αυξηθεί με την ταυτόχρονη χορήγηση α2-αγωνιστών. Η αναπνευστική καταστολή που μπορεί να προκληθεί από τους α2-αγωνιστές μπορεί να αυξηθεί με την ταυτόχρονη χορήγηση βουτορφανόλης, ειδικά όταν η αναπνευστική λειτουργία είναι ήδη διαταραγμένη. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες (π.χ. καρδιαγγειακές) είναι πιθανό να σχετιστούν με τον α2-αγωνιστή.
Καταστολή του αναπνευστικού και του καρδιαγγειακού συστήματος. Τοπικό άλγος συσχετιζόμενο με την ενδομυϊκή χορήγηση. Μειωμένη κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα. Σε σπάνιες περιπτώσεις, αταξία, ανορεξία και διάρροια. Στις γάτες είναι πιθανή η διέγερση ή η ηρέμηση, το άγχος, ο αποπροσανατολισμός, η δυσφορία και η μυδρίαση.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Η βουτορφανόλη διαπερνά τον πλακούντα και ανευρίσκεται στο γάλα. Από τις εργαστηριακές μελέτες σε πειραματόζωα, δεν διαπιστώθηκαν ενδείξεις τερατογένεσης.
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί στα είδη των ζώων κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας. Δεν συνιστάται η χρήση της βουτορφανόλης κατά την κύηση και τη γαλουχία.
Η ταυτόχρονη χορήγηση άλλων φαρμάκων που μεταβολίζονται στο ήπαρ, μπορεί να αυξήσει τη δράση της βουτορφανόλης.
Ταυτόχρονη χορήγηση βουτορφανόλης με αναισθητικά, ηρεμιστικά του ΚΝΣ ή εισπνευστικά κατασταλτικά φάρμακα, μπορεί να αυξήσει τη δράση τους. Οποιαδήποτε χρήση της βουτορφανόλης σε αυτό το πλαίσιο απαιτεί ενδελεχή έλεγχο και προσεκτική προσαρμογή της δόσης.
Η χορήγηση της βουτορφανόλης μπορεί να αναιρέσει την αναλγητική δράση σε ζώα που έχουν ήδη λάβει καθαρά μ-οπιοειδή αναλγητικά.
Λόγω έλλειψης μελετών ασυμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.