Να μην χορηγείται σε ζώο που έχει πρότερα διαγνωσθεί υπερευαισθησία στην Κεφτιοφούρη και στα άλλα β-λακταμικά αντιβιοτικά.
Να μη χορηγείται ενδοφλεβίως.
Να μη χρησιμοποιείται στα πουλερικά (συμπεριλαμβανομένων των αβγών) λόγω του κινδύνου εξάπλωσης αντιμικροβιακής ανθεκτικότητας στους ανθρώπους.
Καμία.
Ανακινήστε καλά τη φιάλη πριν τη χρήση ώστε να επαναφέρετε το προϊόν σε εναιώρηση.
Σε περίπτωση εμφάνισης αλλεργικής αντίδρασης η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί. To Ceftiofur προορίζεται ειδικά για ανθεκτικά στελέχη, όπως τα βακτήρια φορείς βήτα λακταμασών, ευρέος φάσματος (ESBL) τα οποία ενδέχεται να συνιστούν κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων , εάν εξαπλωθούν σε ανθρώπους, π.χ. μέσων τροφών. Για τον λόγο αυτό, η κεφτιοφούρη πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για την θεραπεία κλινικών παθήσεων με ανεπαρκή απόκριση, ή που αναμένεται να έχουν ανεπαρκή απόκριση (αφορά πολύ οξέα περιστατικά στα οποία η θεραπεία πρέπει να ξεκινήσει χωρίς βακτηριολογική διάγνωση) στη θεραπεία πρώτης γραμμής Κατά τη χρήση του προϊόντος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η επίσημη εθνική και περιφερειακή πολιτική σχετικά με τη χρήση. Αντιμικροβιακών ουσιών Η αυξημένη χρήση, περιλαμβανομένης της χρήσης του προϊόντος κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που ορίζεται στις οδηγίες της ΠΧΠ, ενδέχεται να αυξήσει τη συχνότητα εμφάνισης τέτοιας ανθεκτικότητας..Το EFICUR πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο βάσει των αποτελεσμάτων της δοκιμής ευαισθησίας,όπου αυτό είναι εφικτό.
Το Ceftiofur προορίζεται για χρήση στη θεραπεία μεμονωμένων ζώων. Να μην χρησιμοποιείται για την πρόληψη νόσων , ή στο πλαίσιο προγραμμάτων υγείας για κοπάδια. Η θεραπεία ομάδας ζώων πρέπει να χορηγείται αυστηρά μόνο στα συνεχείς εξάρσεις νόσων, σύμφωνα με τους εγκεκριμένους όρους χρήσης (βλ. παράγραφο 4.2 Θεραπευτικές ενδείξεις προσδιορίζοντας τα είδη των ζώων). Να μην χρησιμοποιείται ώς προφύλαξη σε περίπτωση κατακράτησης πλακούντα.
Οι πενικιλλίνες και οι κεφαλοσπορίνες δύναται να προκαλέσουν υπερευαισθησία (αλλεργία) μετά από ένεση, εισπνοή, κατάποση ή επαφή με το δέρμα. Υπερευαισθησία στις πενικιλίνες μπορεί να οδηγήσει σε διασταυρούμενη αντίδραση με τις κεφαλοσπορίνες και το αντίστροφο. Αλλεργικές αντιδράσεις σε αυτές τις ουσίες μπορεί περιστασιακά να καταστούν σοβαρές.
Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στις πενικιλίνες ή κεφαλοσπορίνες, θα πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το προϊόν.
Σε περίπτωση τυχαίας αυτοένεσης ή σε επακόλουθο της έκθεσης ερεθισμό του δέρματος, αναζητήστε άμεσα ιατρική συμβουλή και επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσης ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Οίδημα προσώπου, χειλέων ή οφθαλμών ή δυσχέρεια στην αναπνοή, είναι περισσότερο σοβαρά συμπτώματα που απαιτούν επείγουσα ιατρική παρακολούθηση.
Μπορεί να εμφανιστούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας μη σχετιζόμενες με τη δοσολογία του φαρμάκου. Αλλεργικές αντιδράσεις (π.χ. δερματικές αντιδράσεις, αναφυλαξία) μπορούν να εμφανιστούν περιστασιακά.
Στους χοίρους, σε μερικά ζώα έχουν παρατηρηθεί ήπιες αντιδράσεις στο σημείο της έγχυσης ως και 20 ημέρες μετά , όπως αποχρωματισμός του υποδόριου ή του λιπώδους ιστού.
Στα βοοειδή, μπορεί να παρατηρηθούν στο σημείο έγχυσης ήπιες φλεγμονώδεις αντιδράσεις, όπως οίδημα ιστών και αποχρωματισμός του υποδορίου ιστού ή/και της υποδόριας επιφάνειας του μυός. Η κλινική αποκατάσταση επέρχεται στα περισσότερα ζώα εντός 10 ημερών από την έγχυση, αν και ο ελαφρός αποχρωματισμός των ιστών μπορεί να εμμένει για 28 ημέρες ή και περισσότερο.
Μελέτες σε πειραματόζωα εργαστηρίου δεν κατέδειξαν ενδείξεις τερατογένεσης, εμβρυοτοξικότητας ή τοξικότητας για την μητέρα. Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της κύησης. Χρησιμοποιήστε μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου του υπεύθυνου κτηνίατρου.
Οι βακτηριοκτόνες ιδιότητες που εμφανίζουν οι β-λακτάμες, εξουδετερώνονται με την ταυτόχρονη χρήση βακτηριοστατικών αντιβιοτικών (μακρολιδίων, σουλφοναμιδών και τετρακυκλινών).
Λόγω έλλειψης μελετών ασυμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.