Κωδικός ATCvet: QJ01FA95
Η γαμιθρομυκίνη είναι μία αζαλίδη, ένα αντιβιοτικό της ομάδας των ημισυνθετικών μακρολιδίων, η οποία διαθέτει ένα 15-μελή δακτύλιο λακτόνης και ένα μοναδικά τοποθετημένο αλκυλιωμένο άζωτο στη θέση 7α του δακτυλίου αυτού. Ο ιδιαίτερος χημικός της τύπος διευκολύνει την απορρόφησή της σε φυσιολογικό pH και τη μακρά διάρκεια δράσης της στους ιστούς-στόχους, τον πνεύμονα και το δέρμα. Τα μακρολίδια έχουν γενικά και βακτηριοστατική και βακτηριοκτόνο δράση, μεσολαβώντας μέσω διακοπής της σύνθεσης βακτηριακών πρωτεϊνών. Τα μακρολίδια παρεμποδίζουν τη βιοσύνθεση των βακτηριακών πρωτεϊνών μέσω της ένωσής τους με την 50S ριβοσωμική υπομονάδα και έτσι αναστέλλεται η επιμήκυνση της πολυπεπτιδικής αλυσίδας. Τα in vitro δεδομένα φανερώνουν ότι η γαμιθρομυκίνη έχει βακτηριοκτόνο δράση. Το ευρύ φάσμα της αντιμικροβιακής δράσης της γαμιθρομυκίνης περιλαμβάνει τα Mannheimia haemolytica, Pasteurella multocida, Histophilus somni, Actinobacillus pleuropneumoniae, Glaesserella parasuis και Bordetella bronchiseptica, παθογόνα βακτήρια που σχετίζονται συχνότερα με την BRD και την SRD, καθώς και τα Fusobacterium necrophorum και Dichelobacter nodosus. Τα δεδομένα από την MIC και την MBC (βοοειδή και χοίροι) αναφέρθηκαν από αντιπροσωπευτικό δείγμα απομονωθέντων στελεχών σε μονάδες από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της ΕΕ.
Βοοειδή | MIC90s | MBC90s |
---|---|---|
µg/ml | ||
Mannheimia haemolytica | 0,5 | 1 |
Pasteurella multocida | 1 | 2 |
Histophilus somni | 1 | 2 |
Χοίροι | MIC90s | MBC90s |
µg/ml | ||
Actinobacillus pleuropneumoniae | 4 | 4 |
Pasteurella multocida | 1 | 2 |
Glaesserella parasuis | 0,5 | 0,5 |
Bordetella bronchiseptica | 2 | 4 |
Πρόβατα | MIC | |
µg/ml | ||
Fusobacterium necrophorum | MIC90: 32 | |
Dichelobacter nodosus | 0,008-0,016 |
Τρεις μηχανισμοί θεωρούνται γενικά υπεύθυνοι για την αντίσταση στην κατηγορία ενώσεων των μακρολιδίων. Αυτό αναφέρεται συχνά ως διασταυρούμενη αντίσταση σε μακρολίδια, λινκοσαμίδες και στρεπτογραμμίνες (αντοχή MLSB). Οι μηχανισμοί περιλαμβάνουν την αλλαγή της ριβοσωμικής περιοχής στόχου, τη χρησιμοποίηση του ενεργού μηχανισμού εκροής και την παραγωγή αδρανοποιημένων ενζύμων.
Η γαμιθρομυκίνη, η οποία χορηγείται υποδόρια στον τράχηλο των βοοειδών σε εφάπαξ δόση των 6 mg/kg σωματικού βάρους, απορροφάται ταχέως με τη μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα του αίματος να παρατηρείται 30 έως 60 λεπτά μετά τη χορήγηση και με μεγάλο χρόνο ημίσειας ζωής (> 2 ημέρες). Η βιοδιαθεσιμότητα της ένωσης ήταν > 98% ανεξαρτήτως του φύλου του ζώου. Ο όγκος κατανομής σε σταθερή κατάσταση ήταν 25 l/kg. Τα επίπεδα της γαμιθρομυκίνης στον πνεύμονα έφτασαν στο μέγιστο σε λιγότερο από 24 ώρες, με αναλογία πνεύμονας-πλάσμα > 264, πράγμα που αποδεικνύει ότι η γαμιθρομυκίνη απορροφάται ταχέως από τον ιστό-στόχο για την BRD.
Σε μελέτες in vitro για τη δέσμευση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, προσδιορίστηκε ότι η μέση συγκέντρωση του ελεύθερου δραστικού συστατικού ήταν 74%. Η χολική απομάκρυνση της αμετάβλητης ουσίας του φαρμάκου ήταν η κύρια οδός αποβολής του.
Η γαμιθρομυκίνη, η οποία χορηγείται ενδομυϊκά στους χοίρους σε εφάπαξ δόση των 6 mg/kg σωματικού βάρους, απορροφάται ταχέως με τη μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα του αίματος να παρατηρείται 5 έως 15 λεπτά μετά τη χορήγηση και με μεγάλο χρόνο ημίσειας ζωής (περίπου 4 ημέρες). Η βιοδιαθεσιμότητα της γαμιθρομυκίνης ήταν >92%. Η ένωση απορροφάται ταχέως από τον ιστό-στόχο για την SRD. Η συσσώρευση της γαμιθρομυκίνης στον πνεύμονα έχει αποδειχθεί από τις υψηλές και παρατεταμένες συγκεντρώσεις στον πνεύμονα και το βρογχικό υγρό, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ αυτές στο πλάσμα του αίματος. Ο όγκος κατανομής σε σταθερή κατάσταση ήταν 39 l/kg. Σε μελέτες in vitro για τη δέσμευση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, προσδιορίστηκε ότι η μέση συγκέντρωση του ελεύθερου δραστικού φαρμάκου ήταν 77%. Η χολική απομάκρυνση του αμετάβλητου φαρμάκου ήταν η κύρια οδός αποβολής του.
Η γαμιθρομυκίνη, η οποία χορηγείται υποδόρια στον τράχηλο των προβάτων σε εφάπαξ δόση των 6 mg/kg σωματικού βάρους, απορροφάται ταχέως με τη μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα του αίματος να παρατηρείται μεταξύ 15 λεπτών και 6 ωρών μετά τη χορήγηση (2,30 ώρες κατά μέσο όρο), με υψηλή απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της τάξης του 89%.
Οι συγκεντρώσεις της γαμιθρομυκίνης στο δέρμα ήταν πολύ υψηλότερες από τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, με αποτέλεσμα οι αναλογίες συγκέντρωσης στο δέρμα/πλάσμα να είναι περίπου 21, 58 και 138 στις δύο, πέντε και δέκα ημέρες μετά τη χορήγηση αντίστοιχα, καταδεικνύοντας εκτεταμένη κατανομή και συσσώρευση στον ιστό του δέρματος.