Κωδικός ATCvet: QJ01FA96
Η τιλδιπιροσίνη είναι ένας 16-μελής ημισυνθετικός μακρολιδικός αντιμικροβιακός παράγοντας. Οι τρεις αμινο αντικαταστάσεις στον δακτύλιο της μακροκυκλικής λακτόνης έχουν σαν αποτέλεσμα τον τριβασικό χαρακτήρα του μορίου. Το προϊόν έχει μακρά διάρκεια δράσης· όμως, η ακριβής κλινικά διάρκεια δράσης του μετά από μία ένεση δεν είναι γνωστή.
Τα μακρολίδια γενικά είναι βακτηριοστατικά αντιβιοτικά αλλά για κάποια παθογόνα μπορεί να είναι βακτηριοκτόνα. Αναστέλλουν την απαραίτητη πρωτεϊνική βιοσύνθεση με την εκλεκτική σύνδεση τους στο ριβοσωματικό RNA των βακτηρίων και δρουν μέσω της αναστολής της επιμήκυνσης της πεπτιδικής αλυσίδας. Η δράση είναι γενικά εξαρτώμενη από τον χρόνο.
Το φάσμα αντιμικροβιακής δράσης της τιλδιπιροσίνης περιλαμβάνει: Actinobacillus pleuropneumoniae, Bordetella bronchiseptica, Glaesserella parasuis και Pasteurella multocida, τα οποία είναι τα παθογόνα βακτήρια που πιο συχνά προκαλούν την αναπνευστική νόσο των χοίρων (SRD).
In vitro, η δράση της τιλδιπιροσίνης είναι βακτηριοστατική κατά των B. Bronchiseptica και Pasteurella multocida και βακτηριοκτόνος κατά των A. pleuropneumoniae και G. parasuis. Τα δεδομένα ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης (MIC) για τα παθογόνα στόχους (κατανομή άγριων τύπων) παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα.
Είδη | Εύρος (µg/ml) | MIC50 (µg/ml) | MIC90 (µg/ml) |
---|---|---|---|
Actinobacillus pleuropneumoniae (n=50) | 2-16 | 2 | 4 |
Bordetella bronchiseptica (n=50) | 0,5-8 | 2 | 2 |
Pasteurella multocida (n=50) | 0,125-2 | 0,5 | 1 |
Glaesserella parasuis (n=50) | 0,032-4 | 1 | 2 |
Για την αναπνευστική νόσο των χοίρων έχουν καθοριστεί τα παρακάτω όρια ευαισθησίας στην τιλδιπιροσίνη (σύμφωνα με την CLSI Οδηγία VET02 A3):
Είδη | Περιεκτικότητα δίσκου | Διάμετρος ζώνης (mm) | Όριο MIC (µg/ml) | ||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
S | I | R | S | I | R | ||
A. pleuropleumoniae | 60 μg | – | – | – | 16 | – | - |
P. multocida | ≥ 19 | – | – | 4 | – | – | |
B. bronchiseptica | ≥ 18 | – | – | 8 | – | – |
S: ευαίσθητο; I: ενδιάμεσο; R: ανθεκτικό
Η ανθεκτικότητα στα μακρολίδια αναπτύσσεται γενικά με τρεις μηχανισμούς: (1) με την τροποποίηση του ριβοσωματικού σημείου στόχου (μεθυλίωση), η οποία συχνά αναφέρεται σαν MLSB ανθεκτικότητα γιατί επηρεάζει τα μακρολίδια, τις λινκοσαμίδες και τις στρεπτογραμίνες της ομάδας Β, (2) με τη ενεργοποίηση αντλίας εκροής· (3) με την παραγωγή αδρανοποιητικών ενζύμων. Γενικά, αναμένεται διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ της τιλδιπιροσίνης και των άλλων μακρολίδιων, λινκοσαμίδων ή στρεπτογραμινών.
Έχουν συλλεχθεί δεδομένα για ζωονοτικά βακτήρια και για συμβιωτικά. Οι τιμές MIC για Salmonella έχουν εύρος από 4-16 µg/ml, και όλα τα στελέχη ήταν άγριου τύπου. Για τα E. coli, Campylobacter και Enterococci, παρατηρήθηκαν και οι άγριου τύπου φαινότυποι και οι μη άγριου τύπου (εύρος MIC 1–> 64 µg/ml).
Όταν η τιλδιπιροσίνη χορηγείται ενδομυϊκά στους χοίρους σε μία μόνο δόση των 4 mg/kg σωματικού βάρους απορροφάται ταχέως και η μέση μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα του αίματος είναι 0,9 μg/ml σε 23 λεπτά (Tmax). Τα μακρολίδια χαρακτηρίζονται από την ευρεία κατανομή στους ιστούς. Η συσσώρευση της τιλδιπιροσίνης στα σημεία φλεγμονής του αναπνευστικού συστήματος αποδεικνύεται από υψηλές και παρατεταμένες συγκεντρώσεις της τιλδιπιροσίνης στους πνεύμονες και στα βρογχικά υγρά (που συλλέχθηκαν μετά τον θάνατο) οι οποίες υπερέβαιναν κατά πολύ τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα. Ο μέσος τελικός χρόνος ημιζωής είναι 4,4 ημέρες.
Η in vitro δέσμευση της τιλδιπιροσίνης στις πρωτεΐνες του πλάσματος στο αίμα των χοίρων περιορίζεται σε περίπου 30 . Στους χοίρους, θεωρείται ότι ο μεταβολισμός της τιλδιπιροσίνης γίνεται μέσω μείωσης και σουλφιδικής σύνδεσης με επακολουθούμενη ενύδρωση (ή άνοιγμα του δακτυλίου), με απομεθυλίωση, με διυδροξυλίωση και με σύνδεση των S-κυστεϊνης και S-γλουταθειονίνης. Η μέση ολική αποβολή της συνολικής δόσης που χορηγήθηκε μέσα σε 14 ημέρες είναι περίπου 17 με τα ούρα και 57% με τα κόπρανα.