Κωδικός ATCvet: QJ01XQ02
Η βαλνεμουλίνη είναι ένα αντιβιοτικό που ανήκει στην ομάδα των πλευρομουτιλινών το οποίο δρα αναστέλλοντας την έναρξη της σύνθεσης των πρωτεϊνών στο επίπεδο των βακτηριακών ριβοσωμάτων.
Η βαλνεμουλίνη δρα έναντι των Mycoplasma spp., Lawsonia intracellularis και των σπειροχαιτών όπως η Brachyspira hyodysenteriae.
Η βαλνεμουλίνη δεσμεύεται στην 50S υπομονάδα του ριβοσώματος και αναστέλλει ισχυρά την πεπτιδική τρανσφεράση που εμπλέκεται στην πρωτεϊνική σύνθεση του βακτηρίου. Η ανάπτυξη ανθεκτικότητας πραγματοποιείται κυρίως λόγω των χρωμοσωμικών μεταλλάξεων στα γονίδια 23 rRNA και rplC που σχετίζονται με το ριβόσωμα των βακτηρίων. Αυτές οι μεταλλάξεις προκύπτουν σχετικά αργά και σταδιακά και δεν μεταφέρονται οριζόντια. Επιπλέον, γονίδια ανθεκτικότητας όπως τα γονίδια vga και τα γονίδια cfr μπορούν να εντοπιστούν σε βακτηριακά κινητά γενετικά στοιχεία και επομένως να μεταφερθούν μεταξύ βακτηρίων και διαφορετικών βακτηριακών ειδών.
Σε ορισμένες Ευρωπαϊκές περιοχές, ένα αυξανόμενο ποσοστό στελεχών της Brachyspira hyodysenteriae που απομονώνεται σε κλινικά περιστατικά αποδεικνύει την σημαντικά μειωμένη in vitro ευαισθησία στις πλευρομουτιλίνες. Έχει βρεθεί διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ των πλευρομουτιλινών και των οξαζολιδινονών, των φαινικολών, της στρεπτογραμμίνης Α, των λινκοσαμίδων σε στελέχη MRSA που απομονώθηκαν από χοίρους (βλέπε παράγραφο 3.4).
Στους χοίρους, μετά από του στόματος χορήγηση μιας δόσης ραδιοσεσημασμένου υλικού παρατηρήθηκε απορρόφηση >90%. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις πλάσματος (Cmax) του ραδιοσεσημασμένου ή ‘cold’ υλικού επιτεύχθηκαν σε 1-4 ώρες (Τmax) μετά από τη χορήγηση με χρόνο ημίσειας ζωής στο πλάσμα (t½), υπολογισμένο από μη-ραδιενεργά στοιχεία, μεταξύ 1 και 4½ ώρες. Μεταξύ της συγκέντρωσης και της χορηγούμενης δόσης διαπιστώθηκε γραμμική σχέση. Μετά από επαναλαμβανόμενες δόσεις, εμφανίστηκε ήπια συσσώρευση, αλλά μέσα σε 5 ημέρες τα επίπεδα του φαρμάκου παρέμειναν σταθερά.
Λόγω της ύπαρξης του φαινομένου πρώτης διόδου (first pass effect) σε σημαντικό βαθμό, οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα επηρεάζονται από την οδό χορήγησης, αλλά η βαλνεμουλίνη, συγκεντρώνεται σε υψηλά επίπεδα στους ιστούς και ιδιαίτερα στους πνεύμονες και το ήπαρ σε σύγκριση με το πλάσμα. Πέντε ημέρες μετά την τελευταία από τις 15 χορηγήσεις ραδιοσεσημασμένης βαλνεμουλίνης σε χοίρους, η συγκέντρωση στο ήπαρ ήταν >6 φορές μεγαλύτερη από εκείνη του πλάσματος. Δύο ώρες μετά την διακοπή χορήγησης του προμίγματος που δινόταν δύο φορές ημερησίως για 4 εβδομάδες σε δόση 15 mg/kg βάρους σώματος/ημέρα, η συγκέντρωση στο ήπαρ ήταν 1,58 μg/g και η συγκέντρωση στους πνεύμονες 0,23 μg/g, ενώ οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα ήταν κάτω από το όριο ανίχνευσης.
Στους χοίρους η βαλνεμουλίνη μεταβολίζεται εκτενώς και η απέκκριση του μητρικού μορίου και των μεταβολιτών του γίνεται κυρίως μέσω της χολής. Το 73%-95% της ημερήσιας συνολικής ραδιενέργειας ανευρέθηκε στα κόπρανα. O χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα ήταν 1,3-2,7 ώρες, και το μέγιστο της συνολικής ραδιενέργειας που χορηγήθηκε απεκκρίθηκε μέσα σε 3 μέρες από την τελευταία χορήγηση.
Στα κουνέλια, η βαλνεμουλίνη μεταβολίζεται εκτενώς στους ίδιους μεταβολίτες που βρέθηκαν και στους χοίρους. Στο ήπαρ, παρατηρήθηκαν ίχνη βαλνεμουλίνης.
Η βαλνεμουλίνη είναι τοξική για τα χερσαία φυτά. Η βαλνεμουλίνη ταξινομείται ως ουσία που συσσωρεύεται στο περιβάλλον (εμμένουσα ουσία).