Να μην χρησιμοποιείται σε γάτες που πάσχουν ταυτόχρονα από συστημικές νόσους, όπως από οξεία πρωτογενή ηπατική νόσο ή από σακχαρώδη διαβήτη.
Να μην χρησιμοποιείται σε γάτες με συμπτώματα αυτοάνοσων νοσημάτων και/ή αιματολογικές διαταραχές των ερυθρών ή των λευκών αιμοσφαιρίων όπως αναιμία, ουδετεροπενία ή λεμφοπενία. Να μην χρησιμοποιείται σε γάτες με διαταραχές των αιμοπεταλίων (ιδιαίτερα θρομβοκυτταροπενία) ή διαταραχές στην πήξη του αίματος. Να μην χρησιμοποιείται σε γάτες με υπερευαισθησία στις μερκαπτοϊμιδαζόλες όπως ηκαρβιμαζόλη ή η θειαμαζόλη (μεθιμαζόλη) ή σε κάποιο από τα έκδοχα. Δείτε επίσης το 4.7.
Η θειαμαζόλη (μεθιμαζόλη), ο δραστικός μεταβολίτης της καρβιμαζόλης, αναστέλλει την παραγωγή των ορμονών του θυρεοειδούς και άρα η διακοπή της θεραπείας με καρβιμαζόλη θα έχει σαν συνέπεια την ταχεία (μέσα σε 48 ώρες) επιστροφή των ορμονών του θυρεοειδούς στα προ της θεραπείας επίπεδα. Είναι άρα απαραίτητη η χρόνια χορήγηση εκτός εάν εφαρμοστεί η θυρεοειδεκτομή, χειρουργικά ή με ακτινοβολία.
Ένα μικρό ποσοστό από τις γάτες με αδένωμα του θυρεοειδούς μπορεί να μην ανταποκριθεί ή να έχει φτωχή ανταπόκριση στη θεραπεία.
Το καρκίνωμα του θυρεοειδούς είναι μία σπάνια αιτία του υπερθυρεοειδισμού στη γάτα και στις περιπτώσεις αυτές η φαρμακευτική αντιμετώπιση μόνη της δεν είναι θεραπευτική και δεν συστήνεται.
Η θεραπεία πρέπει να προσαρμόζεται ατομικά από τον υπεύθυνο κτηνίατρο σύμφωνα με την αξιολόγηση κινδύνου : οφέλους σε κάθε ατομική περίπτωση.
Η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού μπορεί να σαν συνέπεια τη μείωση του σπειραματικού ρυθμού διήθησης. Αυτό μπορεί να αποκαλύψει προϋπάρχουσα νεφρική δυσλειτουργία. Η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού μπορεί επίσης να προκαλέσει αύξηση των ηπατικών ενζύμων ή επιδείνωση προϋπάρχουσας ηπατικής διαταραχής. Άρα, η νεφρική και η ηπατική λειτουργία πρέπει να ελέγχεται πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Εξαιτίας του κινδύνου ουδετεροπενίας ή απλαστικής αναιμίας, πρέπει να ελέγχονται σε τακτική βάση οι αιματολογικές παράμετροι πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας, κατά προτίμηση σε κάθε επίσκεψη στη φάση καθορισμού της δόσης και στη φάση διατήρησης (δείτε 4.9).
Σε κάθε ζώο που κατά την διάρκεια της θεραπείας εμφανίζεται αιφνιδίως άρρωστο, ιδιαίτερα εάν είναι πυρετικό, πρέπει να γίνεται αιμοληψία για τακτικό αιματολογικό και βιοχημικό έλεγχο.
Στα ζώα με ουδετεροπενία (αριθμός ουδετερόφιλων <2,5 × 109 /L) πρέπει να χορηγούνται προληπτικά βακτηριοκτόνα αντιβιοτικά και υποστηρικτική θεραπεία.
Οι δόσεις πάνω από 20mg έχουν δοκιμασθεί σε μικρό αριθμό γάτων και πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή. Αρα συστήνεται ο προσεκτικός έλεγχος και η δόση να προσαρμόζεται ατομικά ανάλογα με την εκτίμηση κινδύνου: οφέλους από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Να πλένετε τα χέρια με νερό και σαπούνι μετά τη χρήση και αφού χειριστείτε απορρίμματα από τα θεραπευόμενα ζώα.
Άτομα με αλλεργία στα αντιθυρεοειδικά προϊόντα πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν. Εάν εμφανιστούν συμπτώματα αλλεργίας, όπως δερματικό ερύθημα, οίδημα του προσώπου, των χειλιών ή των ματιών ή δυσκολία στην αναπνοή, να αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Επειδή η καρβιμαζόλη είναι πιθανόν τερατογόνος για τον άνθρωπο, οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία πρέπει να φορούν γάντια όταν χειρίζονται απορρίμματα ή έμετο από θεραπευόμενες γάτες.
Οι έγκυες γυναίκες πρέπει να φορούν γάντια όταν χειρίζονται το προϊόν.
Μην σπάτε ή θρυμματίζετε τις ταμπλέτες.
Να μην τρώτε, πίνετε ή καπνίζετε ενώ χειρίζεστε τα δισκία ή χρησιμοποιημένα απορρίμματα.
Σε περίπτωση που κατά λάθος υπάρξει κατάποση, να αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Η καρβιμαζόλη, ως προφάρμακο της θειαμαζόλης (μεθιμαζόλη), μπορεί να προκαλέσει έμετο, δυσφορία στο επιγάστριο, κεφαλαλγία, πυρετό, αρθραλγία, κνησμό και παγκυτταροπενία. Η θεραπεία είναι συμπτωματική.
Η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης. Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί αζωθαιμία, αναλόγως της σοβαρότητας μπορεί να απαιτηθεί η προσωρινή ή η μόνιμη διακοπή της θεραπείας. Πολυδιψία και πολυουρία έχουν επίσης αναφερθεί σε σπάνιες περιπτώσεις (πολυδιψία) ή σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις (πολυουρία).
Σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί απώλεια βάρους, έμετος, ληθαργικότητα, ταχυκαρδία, μειωμένη όρεξη, διάρροια και αφυδάτωση.
Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί αύξηση των ηπατικών ενζύμων. Οι σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να απαιτούν προσωρινή ή μόνιμη διακοπή της θεραπείας. Η αύξηση των ηπατικών ενζύμων είναι συνήθως αναστρέψιμη μετά τη διακοπή του φαρμάκου, αν και μπορεί να χρειαστεί συμπτωματική θεραπεία (διατροφική και υδατική υποστήριξη).
Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί αναιμία, αύξηση ή μείωση του αριθμού των λευκοκυττάρων του αίματος, ουδετεροφιλία, θρομβοκυτταροπενία, ηωσινοφιλία και/ή λεμφοπενία, ιδιαίτερα κατά τις πρώτες 4-6 εβδομάδες της θεραπείας. Σε περίπτωση μόνιμης και σημαντικής διαταραχής μπορεί να απαιτηθεί η διακοπή της θεραπείας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι διαταραχές λύονται μόνες τους μέσα σε ένα μήνα από τη διακοπή της θεραπείας.
Σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί δερματολογικά συμπτώματα (κνησμός, δερματίτιδα, ερύθημα, αλωπεκία). Αυτά τα κλινικά συμπτώματα είναι συνήθως ήπια, ελέγχονται επαρκώς με τη συμπτωματική θεραπεία και δεν απαιτούν διακοπή της αγωγής. Εάν εμφανιστούν πιο σοβαρά κλινικά συμπτώματα που δεν ανταποκρίνονται στην συμπτωματική θεραπεία, θα πρέπει είτε να μειωθεί η δόση ή να σταματήσει η θεραπεία, σύμφωνα με την εκτίμηση κινδύνου : οφέλους από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί συμπτώματα αιμορραγίας του γαστρεντερικού όπως αιμορραγικός έμετος, αιμορραγία στο στόμα ή σκούρα κόπρανα.
Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έχουν επίσης αναφερθεί αταξία, πυρεξία, δύσπνοια, απώλεια προσανατολισμού, επιθετικότητα και θετικοί τίτλοι αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ΑΝΑ).
Σε περιπτώσεις σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών, εάν δεν διακοπεί η θεραπεία, μπορεί να εμφανιστεί θνησιμότητα, η οποία πιθανόν να οφείλεται στο προϊόν. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι αναστρέψιμες με την διακοπή της θεραπείας.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Εργαστηριακές μελέτες σε αρουραίους και ποντικούς έχουν δείξει ενδείξεις τερατογενετικής και εμβρυοτοξικής επίδρασης της θειαμαζόλης (μεθιμαζόλη). Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί στις γάτες κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας. Η θειαμαζόλη διαπερνά τον πλακούντα, κατανέμεται στο γάλα και φθάνει περίπου στην ίδια συγκέντρωση όπως στον μητρικό ορό του αίματος.
Το προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε έγκυες και γαλουχούσες γάτες.
Η ταυτόχρονη θεραπεία με φαινοβαρβιτόνη μπορεί να μειώσει την κλινική αποτελεσματικότητα της καρβιμαζόλης.
Ταυτόχρονη χρήση βενζιμιδαζολικών ανθελμινθικών (φεμπενταζόλη ή μεμπενταζόλη) έχει αποδειχθεί ότι μειώνει την οξείδωση στο ήπαρ αυτής της θεραπευτικής ομάδας και άρα μπορεί να προκαλέσει αύξηση του ρυθμού κυκλοφορίας. Άρα, δεν συστήνεται η ταυτόχρονη χορήγηση της καρβιμαζόλης με βενζιμιδαζόλες.
Η θειαμαζόλη μπορεί να έχει ανοσορρυθμιστικές ιδιότητες. Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τους εμβολιασμούς στις γάτες.
Δεν είναι γνωστή καμία.