Γάτες.
Θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού και των συνδεομένων με υπερθυρεοειδισμό κλινικών συμπτωμάτων στις γάτες.
Για χορήγηση από το στόμα μόνο.
Η χορήγηση με την τροφή αυξάνει την βιοδιαθεσιμότητα. Ο χρόνος της χορήγησης και η σχέση της με την τροφή πρέπει να διατηρούνται σταθερά κάθε μέρα.
Να μην σπάτε ή θρυμματίζετε τα δισκία Vidalta γιατί μπορεί να επηρεαστεί η ελεγχόμενη αποδέσμευση.
Ο σκοπός της θεραπείας είναι να διατηρηθούν οι ολικές συγκεντρώσεις θυροξίνης (ΤΤ4) στο χαμηλότερο σημείο του εύρους αναφοράς. Προτείνονται οι παρακάτω δόσεις κατά τις φάσεις προσαρμογής και διατήρησης. Η προσαρμογή της δόσης πρέπει κυρίως να βασίζεται στην κλινική αξιολόγηση ατομικά σε κάθε γάτα. Συστήνεται ο έλεγχος της ΤΤ4 και των αιματολογικών, ηπατικών και νεφρικών παραμέτρων σε κάθε επαναληπτική επίσκεψη (δείτε 4.5 και 4.6).
Η αρχική δόση είναι μία ημερήσια χορήγηση από το στόμα ενός δισκίου των 15mg καρβιμαζόλης ανά γάτα. Θα πρέπει να εξετάζεται η αρχική δόση των 10mg την ημέρα όταν η συγκέντρωση ΤΤ4 είναι μόνο ελαφρά αυξημένη, π.χ. ανάμεσα 50 nmol/L και 100 nmol/L.
Με την συνιστώμενη αρχική δόση ενός δισκίου 15 mg μία φορά την ημέρα, ΤΤ4 μειώνεται στα ευθυρεοειδικά όρια (ΤΤ4<50 nmol/L) σύντομα μετά την έναρξη της θεραπείας. Η προσαρμογή της δόσης μπορεί να απαιτείται νωρίς, όπως στις 10 ημέρες θεραπείας.
Η προσαρμογή της δόσης θα πρέπει να γίνεται επίσης στις 3, 5 και 8 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας, ανάλογα με την κλινική και ορμονική ανταπόκριση στη θεραπεία.
Συστήνονται οι επαναληπτικές επισκέψεις κάθε 3 έως 6 μήνες. Η δόση θα πρέπει να προσαρμόζεται ατομικά βάση των κλινικών συμπτωμάτων και της ΤΤ4. Συστήνεται να ελέγχεται η ΤΤ4 10-14 ημέρες μετά την προσαρμογή της δόσης. Η θεραπευτική δόση κυμαίνεται μεταξύ 10mg (ένα δισκίο των 10mg) και 25mg (ένα δισκίο των 10mg και ένα δισκίο των 15mg) μία φορά την ημέρα. Μερικές γάτες απαιτούν δόσεις μικρότερες από 10mg καρβιμαζόλης την ημέρα. Μπορεί να επαρκεί για τον έλεγχο της νόσου η χορήγηση 10 mg ή 15 mg καρβιμαζόλης κάθε δεύτερη ημέρα.
Δεν πρέπει να γίνονται αυξήσεις δόσης μεγαλύτερες από 5mg.
Δόσεις μεγαλύτερες από 20mg έχουν δοκιμαστεί σε περιορισμένο αριθμό γάτων και πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, οι ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να εμφανισθούν περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται σε, απώλεια βάρους, ανορεξία, έμετος, λήθαργος και λιγότερο συχνά, συμπτώματα αιμορραγίας του γαστρεντερικού όπως αιματέμεση, αιμορραγία του στόματος, ή αιμορραγία του πεπτικού συστήματος. Μπορεί επίσης να εμφανιστούν ανωμαλίες του δέρματος και του τριχώματος (ερύθημα, αλωπεκία) όπως επίσης αιματολογικές / βιοχημικές αλλαγές (ηωσινοφιλία, λεμφοκυττάρωση, ουδετεροπενία, λεμφοπενία, ελαφρά λευκοπενία, ακοκκιοκυττάρωση, θρομβοκυτταροπενία ή αιμολυτική αναιμία). Έχουν αναφερθεί ηπατίτιδα και νεφρίτιδα. Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να γίνουν σοβαρές σε περίπτωση χρόνιας υπερδοσολογίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι αναστρέψιμες με τη διακοπή της θεραπείας και την κατάλληλη κτηνιατρική φροντίδα.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας μπορεί να παρατηρηθεί η ΤΤ4 να είναι μικρότερη του κατώτερου ορίου του εύρους αναφοράς, μολονότι αυτό σπάνια συνδέεται με εμφανή κλινικά συμπτώματα.
Η μείωση της δόσης θα οδηγήσει σε αύξηση της ΤΤ4. Ο καθορισμός της δόσης δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στην ΤΤ4 (δείτε τμήμα 4.9). Δείτε επίσης το 4.6.
Δεν απαιτείται.
Διάρκεια ζωής του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος σύμφωνα με τη
συσκευασία πώλησης: 18 μήνες.
Διάρκεια ζωής μετά το πρώτο άνοιγμα της στοιχειώδους συσκευασίας: 100 ημέρες.
Φυλάσσετε σε θερμοκρασία μικρότερη των 25°C.
Φυλάσσετε τα δισκία στoν αρχικό περιέκτη.
Διατηρείτε τον περιέκτη ερμητικά κλεισμένο για να προστατεύσετε από την υγρασία.
Μην αφαιρείτε την αποξηραντική κάψουλα.
Περιέκτες πολυαιθυλενίου υψηλής πυκνότητας των 30 ή 100 δισκίων κλεισμένοι με βιδωτά πώματα πολυπροπυλενίου. Μία αποξηραντική κάψουλα περιέχεται στο πώμα.
Συσκευασίες των 1 ή 6 περιεκτών.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
Κάθε μη χρησιμοποιηθέν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν ή μη χρησιμοποιηθέντα υπολείμματά του πρέπει να απορρίπτονται σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές απαιτήσεις.