Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Ινσουλίνες και ανάλογα για ένεση, ενδιάμεσης δράσης
Κωδικός ATCvet: QA10AC01 ινσουλίνη (ανθρώπινη)
Η ινσουλίνη ενεργοποιεί τους υποδοχείς της ινσουλίνης και επακόλουθα ένα σύμπλεγμα αλληλεπικαλυπτόμενων κυτταρικών ερεθισμάτων που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πρόσληψης της γλυκόζης στα κύτταρα. Οι κύριες επιδράσεις της ινσουλίνης είναι η μείωση των συγκεντρώσεων της γλυκόζης του αίματος στην κυκλοφορία καθώς και η αποθήκευση λίπους. Σε γενικές γραμμές, η ινσουλίνη επηρεάζει τη ρύθμιση του μεταβολισμού των υδατανθράκων και των λιπών.
Σε κλινικές μελέτες, σε διαβητικές γάτες η μέγιστη επίδραση στις συγκεντρώσεις της γλυκόζης αίματος (π.χ. γλυκόζη αίματος στο κατώτερο σημείο-ναδίρ) παρατηρήθηκε περίπου στις 6 ώρες (εύρος: 3-9 ωρών) μετά την υποδόρια χορήγηση. Στις περισσότερες γάτες, η επίδραση στη μείωση των συγκεντρώσεων της γλυκόζης, διήρκεσε για τουλάχιστον 9 ώρες μετά την πρώτη ένεση ινσουλίνης.
Σε μια πειραματική μελέτη σε υγιείς σκύλους, ο χρόνος μέχρι την ελάχιστη συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα ύστερα από μία υποδόρια έγχυση 0,8 ή 0,5 IU/kg σωματικού βάρους, του προϊόντος διέφερε μεταξύ των σκύλων (εύρος 3 έως >24 ώρες) όπως ήταν και η διάρκεια της δράσης της ινσουλίνης (εύρος 12 έως >24 ώρες). Ο μέσος χρόνος μέχρι το ναδίρ γλυκόζης στο αίμα ήταν περίπου 16 και 12 ώρες μετά τη χορήγηση 0,5 ή 0.8 IU/kg σωματικού βάρους, αντίστοιχα.
Υπό κλινικές συνθήκες πεδίου σε διαβητικούς σκύλους, ο χρόνος μέχρι να επιτευχθεί το μέγιστο αποτέλεσμα στη μείωση των συγκεντρώσεων της γλυκόζης του αίματος (δηλ. το ναδίρ της γλυκόζης του αίματος) μετά από υποδόρια χορήγηση δεν παρατηρήθηκε εντός 9 ωρών μετά την τελευταία ένεση στο 67,9% των σκύλων συνολικά (73,5% σε χορήγηση μία φορά ημερησίως και 59,3% σε χορήγηση δύο φορές ημερησίως). Συνεπώς, οι καμπύλες γλυκόζης του αίματος θα πρέπει να διεξάγονται σε επαρκή χρονική περίοδο ώστε να προσδιοριστεί το ναδίρ της γλυκόζης του αίματος.
Η πρωταμινική ψευδαργυρούχος ανασυνδυασμένη ανθρώπινη ινσουλίνη είναι μία ινσουλίνη, της οποίας η απορρόφηση και η έναρξη της δράσης καθυστερεί με την προσθήκη της πρωταμίνης και του ψευδαργύρου που οδηγούν στο σχηματισμό της κρυσταλλικής μορφής. Μετά την υποδόρια ένεση, τα πρωτεολυτικά ένζυμα των κυττάρων προκαλούν την απομάκρυνση της πρωταμίνης ώστε να επιτευχθεί η απορρόφηση της ινσουλίνης. Επιπλέον, στο μεσοκυττάριο υγρό προκαλείται αραίωση και διάσπαση των εξαμερών συμπλεγμάτων της ψευδαργυρούχου ινσουλίνης, με αποτέλεσμα την καθυστερημένη απορρόφηση από την υποδόρια εναπόθεση.
Μετά την απορρόφηση από το υποδόριο σημείο χορήγησης, η ινσουλίνη εισέρχεται στην κυκλοφορία και διαχέεται στους ιστούς, όπου συνδέεται με τους υποδοχείς της ινσουλίνης που ανευρίσκονται στους περισσότερους ιστούς. Όργανα και ιστοί-στόχοι είναι το ήπαρ, οι μύες και ο λιπώδης ιστός.
Μετά την προσκόλληση της ινσουλίνης με τον υποδοχέα της ινσουλίνης και την επακόλουθη δράση του, η ινσουλίνη απελευθερώνεται πάλι στο εξωκυττάριο περιβάλλον. Κατόπιν, ενδέχεται να αποδομηθεί κατά τη δίοδο από το ήπαρ ή από τους νεφρούς. Η αποδόμηση συνήθως περιλαμβάνει την ενδοκυττάρωση του συμπλέγματος ινσουλίνης- υποδοχέα και ακολουθείται από τη δράση του ενζύμου αποδόμησης της ινσουλίνης.
Το ήπαρ και οι νεφροί είναι τα δύο κύρια όργανα απομάκρυνσης της ινσουλίνης από την κυκλοφορία. Το 40% της ινσουλίνης απεκκρίνεται από το ήπαρ και το 60% απεκκρίνεται από τους νεφρούς.