Να μη χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της οξείας διαβητικής κετοξέωσης.
Να μη χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Οι πολύ στρεσογόνες καταστάσεις, η ανορεξία, η ταυτόχρονη θεραπεία με προγεσταγόνα και κορτικοστεροειδή ή άλλα συνυπάρχοντα νοσήματα (π.χ. γαστρεντερικές, λοιμώδεις ή φλεγμονώδεις ή ενδοκρινικές παθήσεις), ενδέχεται να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα της ινσουλίνης και ως εκ τούτου μπορεί να χρειαστεί προσαρμογή της δόσης της ινσουλίνης.
Η δόση της ινσουλίνης μπορεί να χρειαστεί να προσαρμοστεί ή να διακοπεί σε περίπτωση ύφεσης της διαβητικής κατάστασης σε γάτες ή μετά την υποχώρηση των σταδίων του παροδικού διαβήτη σε σκύλους (π.χ. σακχαρώδης διαβήτης λόγω δίοιστρου, σακχαρώδης διαβήτης δευτερογενώς σε υπερφλοιοεπινεφριδισμό).
Μετά την εφαρμογή της ημερήσιας δόσης ινσουλίνης, συνιστάται η παρακολούθηση για τον έλεγχο του διαβήτη,.
Η θεραπεία με ινσουλίνη μπορεί να προκαλέσει υπογλυκαιμία, για τα κλινικά συμπτώματα και την κατάλληλη αντιμετώπιση, παρακαλούμε να συμβουλευθείτε το κεφάλαιο 4.10.
Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει υποψία υπογλυκαιμίας, μετρήσεις γλυκόζης αίματος θα πρέπει να λαμβάνονται κατά τη στιγμή της εμφάνισης (εάν είναι δυνατόν), καθώς και λίγο πριν από το επόμενο γεύμα/ ένεση (όπου εφαρμόζεται).
Οι συνθήκες καταπόνησης και η μη σταθερή άσκηση πρέπει να αποφεύγονται. Συνιστάται η καθιέρωση, με τη συνδρομή του ιδιοκτήτη, ενός τακτικού προγράμματος σίτισης δύο φορές την ημέρα ανεξαρτήτως του αν χορηγείται η ινσουλίνη μία ή δύο φορές ημερησίως.
Η τυχαία αυτο-ένεση ενδέχεται να προκαλέσει κλινικά συμπτώματα υπογλυκαιμίας τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν με χορήγηση ζάχαρης από το στόμα. Υπάρχει μικρή πιθανότητα εμφάνισης αλλεργικής αντίδρασης σε ευαισθητοποιημένα άτομα.
Σε περίπτωση τυχαίας αυτό-ένεσης να αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό το φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμάκου.
Υπογλυκαιμικές αντιδράσεις αναφέρθηκαν πολύ συχνά σε κλινικές μελέτες: 13% (23 από τις 176) των υπό αγωγή γατών και 26,5% (44 από τους 166) των υπό αγωγή σκύλων. Αυτές οι υπογλυκαιμικές αντιδράσεις ήταν γενικά ήπιας μορφής. Τα κλινικά συμπτώματα ενδέχεται να περιλαμβάνουν: πείνα, ανησυχία, ασταθής βάδιση, μυϊκές συσπάσεις, αδυναμία στήριξης ή βύθιση στα οπίσθια άκρα και αποπροσανατολισμό.
Σε περίπτωση εμφάνισης υπογλυκαιμίας, απαιτείται η άμεση χορήγηση ενός διαλύματος ή γέλης που περιέχει γλυκόζη και /ή τροφής.
Η χορήγηση ινσουλίνης θα πρέπει προσωρινά να διακοπεί και η επόμενη δόση της ινσουλίνης προσαρμόζεται κατάλληλα.
Τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια και έχουν αποδράμει χωρίς τη διακοπή της θεραπείας.
Η συχνότητα εμφάνισης των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του ProZinc, δεν έχει αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής, κύησης και της γαλουχίας στα ζώα.
Να χρησιμοποιείται μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/πιθανού κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Γενικά, οι απαιτήσεις σε ινσουλίνη κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας ενδέχεται να είναι διαφορετικές, λόγω αλλαγής στην κατάσταση του μεταβολισμού. Ως εκ τούτου, συνιστάται η τακτική μέτρηση της γλυκόζης και η στενή κτηνιατρική παρακολούθηση.
Αλλαγές στην απαιτούμενη ινσουλίνη, ενδέχεται να προκύψουν με τη χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών που μεταβάλλουν την ανοχή γλυκόζης (όπως π.χ. τα κορτικοστεροειδή και τα προγεσταγόνα). Συνιστάται η παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης για την αντίστοιχη προσαρμογή της δόσης της ινσουλίνης. Παρόμοια, η σίτιση των γατών με τροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και η αλλαγή της τροφής κάθε συγκεκριμένης γάτας ή σκύλου μπορεί να τροποποιήσει τις απαιτήσεις σε ινσουλίνη και να επιβάλει αλλαγή της δόσης της ινσουλίνης.
Λόγω απουσίας μελετών συμβατότητας, το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.