Βιβλιογραφική αναφορά: CADOREX Ενέσιμο διάλυμα για βοοειδή, πρόβατα και χοίρους (2024)

Φαρμακοδυναμική

Κωδικός ATCvet: QJ01BA90

Η φλορφενικόλη είναι ένα συνθετικό αντιβιοτικό ευρέος φάσματος αποτελεσματικό έναντι των περισσότερων θετικών κατά Gram και αρνητικών κατά Gram οργανισμών που απομονώνονται από τα οικόσιτα ζώα. Η φλορφενικόλη ενεργεί αναστέλλοντας την πρωτεϊνική σύνθεση σε ριβοσωμικό επίπεδο και είναι βακτηριοστατική. Εργαστηριακοί έλεγχοι έχουν δείξει ότι η φλορφενικόλη είναι δραστική κατά των συχνότερα απομονούμενων βακτηριακών παθογόνων που ευθύνονται για τις αναπνευστικές νόσους σε προβατοειδή και βοοειδή, τα οποία περιλαμβάνουν τα Mannheimia haemolytica, Pasteurella multocida, ενώ για τα βοοειδή το Histophilus somni.

Η φλορφενικόλη θεωρείται βακτηριοστατικός παράγοντας. Ωστόσο, in vitro μελέτες της φλορφενικόλης καταδεικνύουν βακτηριοκτόνο δράση έναντι των Mannheimia haemolytica, Pasteurella multocida και Histophilus somni.

Οι μηχανισμοί ανθεκτικότητας στην φλορφενικόλη περιλαμβάνουν ειδικούς και μη ειδικούς μεταφορείς φαρμάκων και RNA μεθυλοτρανσφεράσες. Γενικά, οι ειδικές πρωτεΐνες εκροής παρέχουν επίπεδα αντίστασης υψηλότερα από αυτά των πρωτεϊνών εκροής πολλών φαρμάκων. Μια σειρά γονιδίων (συμπεριλαμβανομένου του γονιδίου floR) μεσολαβούν για τη συνδυασμένη ανθεκτικότητα στη φλορφενικόλη. Η ανθεκτικότητα στη φλορφενικόλη και σε άλλα αντιμικροβιακά ανιχνεύτηκε πρώτα σε ένα πλασμίδιο στο Photobacterium damselae υποείδος Piscicida, έπειτα ως μέρος μιας χρωμοσωμικής πολυανθεκτικής συστάδας γονιδίων στο Salmonella enterica ορότυπος Typhimurium και ορότυπος Agona, αλλά και σε πολυανθεκτικά πλασμίδια του E. coli. Συν-ανθεκτικότητα με τις κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς έχει παρατηρηθεί σε E. coli του αναπνευστικού και του πεπτικού.

Για την φλορφενικόλη στην αναπνευστική νόσο των βοοειδών για Mannheimia haemolytica, Pasteurella multocida and Histophilus somni τα όρια ευαισθησίας CLSI (CLSI-2018) είναι: ευπαθή ≤ 2 μg/ml, ενδιάμεσα 4 μg/ml και ανθεκτικά ≥ 8 μg/ml.

Για την φλορφενικόλη στην αναπνευστική νόσο των χοίρων για Pasteurella multocida τα όρια ευαισθησίας CLSI (CLSI-2018) είναι: ευπαθή ≤ 2 μg/ml, ενδιάμεσα 4 μg/ml και ανθεκτικά ≥ 8 μg/ml.

Φαρμακοκινητική

Βοοειδή

Η ενδομυϊκή ένεση στη συνιστώμενη δόση των 20 mg/kg διατηρεί αποτελεσματικά επίπεδα στο αίμα των βοοειδών για 48 ώρες. Η μέγιστη μέση συγκέντρωση στον ορό των 3,37 µg/ml (Cmax) λαμβάνει χώρα στις 3.3 ώρες (Tmax) μετά τη χορήγηση της δόσης. Η μέση συγκέντρωση στον ορό 24 ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης ήταν 0.77 µg/ml.

Η χορήγηση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος μέσω της υποδόριας οδού στη συνιστώμενη δοσολογία των 40 mg/kg διατηρεί αποτελεσματικά επίπεδα στο αίμα των βοοειδών (δηλ. πάνω από την τιμή MIC90 των κύριων αναπνευστικών παθογόνων) για 63 ώρες. Η μέγιστη συγκέντρωση των 5 µg/ml περίπου στον ορό (Cmax) λαμβάνει χώρα περίπου στις 5.3 ώρες (Tmax) μετά τη χορήγηση της δόσης. Η μέση συγκέντρωση στον ορό 24 ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης είναι περίπου 2 µg/ml.

Ο αρμονικός μέσος χρόνος ημιζωής απομάκρυνσης ήταν 18.3 ώρες.

Πρόβατα

Μετά από αρχική ενδομυϊκή χορήγηση φλορφενικόλης (20 mg/kg), η μέση μέγιστη συγκέντρωση των 10.0 µg/ml στον ορό επιτυγχάνεται 1 ώρα αργότερα. Έπειτα από την τρίτη ενδομυϊκή χορήγηση, η μέγιστη συγκέντρωση των 11.3 µg/ml στον ορό επιτυγχάνεται έπειτα από 1.5 ώρα. Ο χρόνος ημιζωής απομάκρυνσης υπολογίστηκε στις 13.76 ± 6.42 ώρες. Η βιοδιαθεσιμότητα είναι περίπου 90%.

Χοίροι

Μετά από αρχική ενδομυϊκή χορήγηση φλορφενικόλης, μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό μεταξύ 3.8 και 13.6 µg/ml επιτυγχάνονται 1.4 ώρες αργότερα και οι συγκεντρώσεις εξαντλούνται με μέσο τελικό χρόνο ημιζωής 3.6 ωρών. Έπειτα από μια δεύτερη ενδομυϊκή χορήγηση, μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό μεταξύ 3.7 και 3.8 µg/ml επιτυγχάνονται 1.8 ώρες αργότερα. Οι συγκεντρώσεις στον ορό πέφτουν κάτω από το 1 µg/ml, την τιμή MIC90 για τα στοχευόμενα χοίρεια παθογόνα, 12 έως 24 ώρες μετά την ενδομυϊκή χορήγηση. Οι συγκεντρώσεις φλορφενικόλης που επιτυγχάνονται στον πνευμονικό ιστό αντικατοπτρίζουν τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, με αναλογία συγκέντρωσης πνεύμονα/πλάσματος περίπου 1.

Έπειτα από χορήγηση σε χοίρους μέσω της ενδομυϊκής οδού, η φλορφενικόλη απεκκρίνεται ταχέως, κατά κύριο λόγο στα ούρα. Η φλορφενικόλη μεταβολίζεται εκτενώς.