Βιβλιογραφική αναφορά: ENROSYVA Ενέσιμο διάλυμα για βοοειδή και χοίρους

Φαρμακοδυναμική

Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αντιβακτηριακά για συστηματική χρήση, φθοριοκινολόνες
Κωδικός ATCvet: QJ01MA90

Τρόπος δράσης

Δύο ένζυμα απαραίτητα στην αντιγραφή και τη μεταγραφή του DNA, η DNA γυράση και η τοποϊσομεράση IV, ταυτοποιήθηκαν ως οι μοριακοί στόχοι των φθοριοκινολονών. Προκαλείται αναστολή του στόχου από μη-ομοιοπολική δέσμευση μορίων φθοριοκινολόνης σε αυτά τα ένζυμα. Οι διχάλες αντιγραφής και τα μεταγραφικά συμπλέγματα δεν μπορούν να προχωρήσουν πέρα από τέτοιου είδους συμπλέγματα ενζύμου-DNA-φθοριοκινολόνης και η αναστολή σύνθεσης του DNA και του mRNA πυροδοτεί γεγονότα που οδηγούν σε μια ταχεία, εξαρτώμενη από τη συγκέντρωση του φαρμάκου θανάτωση των παθογόνων βακτηρίων. Ο τρόπος δράσης της ενροφλοξασίνης είναι βακτηριοκτόνος και η βακτηριοκτόνος δραστικότητα είναι εξαρτώμενη από τη συγκέντρωση.

Αντιβακτηριακό φάσμα

Η ενροφλοξασίνη είναι δραστική κατά πολλών αρνητικών κατά Gram βακτηρίων όπως τα Escherichia coli, Klebsiella spp., Actinobacillus pleuropneumoniae, Mannheimia haemolytica, Pasteurella spp. (π.χ. Pasteurella multocida), κατά θετικών κατά Gram βακτηριών όπως τα Staphylococcus spp. (π.χ. Staphylococcus aureus) και κατά των Mycoplasma spp. στις συνιστώμενες θεραπευτικές δόσεις.

Τύποι και μηχανισμοί ανθεκτικότητας

Η ανθεκτικότητα στις φθοριοκινολόνες έχει αναφερθεί ότι προέρχεται από πέντε πηγές: (i) σημειακές μεταλλάξεις στην κωδικοποίηση γονιδίων της DNA γυράσης ή/και τοποϊσομεράσης IV που οδηγούν σε διαφοροποιήσεις του αντίστοιχου ενζύμου, (ii) μεταβολές στη διαπερατότητα του φαρμάκου σε αρνητικά κατά Gram βακτήρια, (iii) μηχανισμούς εκροής, (iv) ανθεκτικότητα μέσω πλασμιδίων και (v) πρωτεΐνες προστασίας της γυράσης. Όλοι οι μηχανισμοί οδηγούν σε μειωμένη ευαισθησία των βακτηρίων στις φθοριοκινολόνες. Η διασταυρούμενη αντοχή μεταξύ των αντιµικροβιακών της τάξης των φθοριοκινολονών είναι συνήθης.

Φαρμακοκινητική

Η ενροφλοξασίνη απορροφάται ταχέως μετά από παρεντερική ένεση. Η βιοδιαθεσιμότητα είναι υψηλή (περίπου 100% σε χοίρους και βοοειδή) με χαμηλή έως μέτρια σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος (περίπου 20 έως 50%). Η ενροφλοξασίνη μεταβολίζεται στο δραστικό συστατικό σιπροφλοξασίνη σε ποσοστό περίπου 40% σε σκύλους και μηρυκαστικά και κάτω από 10% σε χοίρους και γάτες.

Η ενροφλοξασίνη και η σιπροφλοξασίνη κατανέμονται καλώς σε όλους τους ιστούς-στόχους, π.χ. πνεύμονες, νεφρούς, δέρμα και ήπαρ, επιτυγχάνοντας συγκεντρώσεις 2 με 3 φορές υψηλότερες από εκείνες στο πλάσμα. Η μητρική ουσία και ο δραστικός μεταβολίτης απομακρύνονται από τον οργανισμό με τα ούρα και τα κόπρανα.

Δεν προκύπτει συσσώρευση στο πλάσμα ύστερα από μεσοδιάστημα θεραπείας 24 ωρών.

ΒΟΟΕΙΔΗ

Μετά από ενδομυϊκή δόση 5 mg ενροφλοξασίνης ανά kg σωματικού βάρους (ΣΒ) σε βοοειδή, παρατηρείται μέγιστη συγκέντρωση 1µg/ml και διατηρείται για περισσότερο από 6 ώρες. Ο όγκος κατανομής ισούται με 0,6 l/kg, ο χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα είναι 2 ώρες και η κάθαρση από τον οργανισμό είναι 210 ml/kg/h.

Στις αγελάδες, ο χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα ήταν περίπου 3 ώρες.

Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση 2,5 mg/kg σε αγελάδες, παρατηρήθηκε ενροφλοξασίνη και σιπροφλοξασίνη στο γάλα ύστερα από 15 λεπτά. Σε γαλακτοπαραγωγά βοοειδή, μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο γάλα επιτυγχάνονται μετά από 0,7 έως 1,3 ώρες, ενώ οι μέγιστες συγκεντρώσεις του δραστικού µεταβολίτη σιπροφλοξασίνη επιτυγχάνονται μετά από 5-8 ώρες από τη χορήγηση. Οι συγκεντρώσεις ενροφλοξασίνης στο γάλα είναι παρεμφερείς με εκείνες στο πλάσμα.

ΧΟΙΡΟΙ

Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση δόσης 5mg/kg ενροφλοξασίνης, παρατηρήθηκε ευρύς όγκος κατανομής 3,9 l/kg. Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση 2,5 mg/kg, ο χρόνος ημισείας ζωής στο πλάσμα ήταν 9,6 ώρες και ο χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα ήταν 12,8 ώρες.

Μετά από ενδομυϊκή χορήγηση 2,5 mg/kg, ο χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα ήταν 12,1 ώρες, ο μέσος χρόνος παραμονής ήταν 17,2 ώρες και η μέγιστη συγκέντρωση ήταν 1,2 µg/ml.